Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

Ομόνοια

Η ροή των αυτοκινήτων έχει γεννήσει ένα νησί στη συμβολική και όχι μόνο καρδιά της πόλης, στην Ομόνοια. Πάντα από το τζάμι τη βλέπουμε, κι αν είμαστε πεζοί δεν περνάμε ποτέ από τη μέσα μεριά. Εκεί είναι σαν νησί του «Survivor» χωρίς κάμερες, μόνο για ταξιδιώτες. Κάθονται στα σκαλιά, κάτω από τις ελιές, δίπλα στα παρτέρια, σειρές από ξένους και μας κοιτάνε ενώ από την άλλη όχθη τους κοιτάμε εμείς. Σαν να περιμένουν όλοι κάτι να γίνει. Εμείς οι ντόπιοι περιμένουμε να αλλάξει η πλατεία για πολλοστή φορά, να έχουμε πάλι θέμα θλίψης και συζήτησης. Οι ξένοι άλλα πράγματα περιμένουν, δεν ξέρουν ότι έχει αναπλαστεί τόσες πολλές φορές η πλατεία, θα τη νομίζουν μόνιμη. Θα χαζεύουν ίσως το αδικημένο γλυπτό στη γωνία, που έπρεπε να δουλεύει με νερό, αλλά όταν το έβαλαν θυμήθηκαν πως νερό δεν σηκώνει η Ομόνοια. Χτες βράδυ κάπως είχε μαζέψει νερό πάντως, ίσως με τη βροχή κάπου το αποθηκεύει. Έσταζε ώρες μετά δημιουργώντας ένα παράξενο φαινόμενο. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια πέρασα μέσα στο «νησί». Έκανα μια βόλτα νιώθοντας ότι έχω πάει ταξίδι σε άγνωστη χώρα. Ήταν όλα βρεγμένα είχε κρύο, αλλά ήταν όμορφα. Αλήθεια λέω. Είναι ωραία πλατεία τελικά. Αν ποτέ τη δείτε, θα το διαπιστώσετε. Δεν υπήρχε κόσμος, δυοτρεις παρέες μεταναστών μόνο κουβέντιαζαν καθισμένες στα υγρά παγκάκια. Ανάμεσά τους δυο γυναίκες, μιλούσαν κάποια σλάβικη γλώσσα, βολεμένες όσο αναπαυτικά μπορούσαν, δίπλα στη συστάδα δέντρων προς την Αγίου Κωνσταντίνου που έχει εντυπωσιακά αναπτυχθεί. Έδειχναν να έχουν οικειοποιηθεί τον χώρο, να απολαμβάνουν την έξοδο, το άνοιγμα, το κάποιο πράσινο, τη σχετική, νησιώτικη ησυχία, να θεωρούν ότι κάπου είχαν πάει τέλος πάντων. Κάτι που οι ντόπιοι δεν το κάνουμε ποτέ. Και σε καμία πλατεία.

Στο σχολείο ξανά...

Δεν κατάφερα ποτέ να μάθω την Ελληνική Επανάσταση στο σχολείο όπως έπρεπε. Μπέρδευα τους αριθμούς των νεκρών, τους στρατηγούς, τους εμφύλιους, τα πίσωμπρος, κι ακόμα χειρότερα το επιστημονικό πνεύμα του καθαυτού μαθήματος της Ιστορίας με τους ενθουσιασμούς και τις κραυγές, τους χορούς και τις σημαίες των ετήσιων πανηγυρισμών. Δύσκολο να συνδυάσεις και να τα χωνέψεις όλ΄ αυτά. Κι αν αποφάσιζες να ασχοληθείς σοβαρά μετά τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όσο περισσότερα μαθαίνεις τόσο περισσότερα ερωτήματα γεννιούνται για το πώς και το γιατί του τότε, κι ο θόρυβος από τα αεροπλάνα στην παρέλαση μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι σαν να θέλει να σβήσει τους προβληματισμούς. Πριν από λίγα χρόνια, πηγαίνοντας ξανά στο σχολείο, να πάρω ελέγχους των παιδιών μου τώρα, περίμενα ώρα στην ουρά διαβάζοντας αφηρημένα το ψήφισμα της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου, κορνιζαρισμένο στον διάδρομο. «Βλέποντες τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη να έχουν την ελευθερίαν τους» έλεγε, «εσυλλογιστήκαμεν κι εμείς γιατί να μην έχωμεν... αποφασίσαμε να αγωνιστώμεν για να αποκτήσωμεν πολιτική υπόστασιν...». Νάτοι λοιπόν οι αγωνιστές τη στιγμή που παίρνουν τη μεγάλη απόφαση. Έχουν σχέδιο, στόχο και πρότυπο. Μιλάνε με ακρίβεια γι΄ αυτό που θέλουν, κι ας είναι δύσκολο να το καθορίσουν στις λεπτομέρειες. Θέλουν πολιτική υπόσταση κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Αν είχα φανταστεί ποτέ απλοϊκούς αγωνιστές που ήθελαν ελευθερία γενικά και αόριστα χωρίς κάποιο πρότυπο, ή με πρότυπο την κοινοτική διοίκηση που μπορούσαν να ασκούν στην οθωμανική περίοδο, είχα κάνει λάθος. Μπορεί να μην έμοιαζαν καθόλου με Ευρωπαίους την εποχή εκείνη, αλλά ήξεραν τι ήθελαν να κάνουν, με τι ήθελαν να μοιάσουν. Σωστό ή λάθος, δεν θα μπορούσα ποτέ να τους το πω. Πάντως κατάλαβα ότι ο αγώνας τους συνεχίζεται. Ακόμα.