Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Ανθρωποι και νόμοι

Μαθεύτηκε στην εταιρεία ότι ένας από τους συναδέλφους είχε προσβληθεί από AIDS. Του ζήτησαν οι εργοδότες να φύγει, να αποζημιωθεί, να αποσπασθεί σε άλλο πόστο, κάπως να απομονωθεί, να μην έρχεται σε επαφή με τους συναδέλφους του που τον έβλεπαν και έτρεμε το φυλλοκάρδι τους. Ως τελευταία λύση, και κατόπιν της δικής του επιμονής να μην αλλάξει τίποτα στο εργασιακό του καθεστώς, «αναγκάστηκαν» να τον απολύσουν. Ο υπάλληλος κατέφυγε στη Δικαιοσύνη και δικαιώθηκε στα δύο πρώτα δικαστήρια. Ο Αρειος Πάγος πάλι, προσγείωσε «στα μαλακά» τον εργοδότη και άφησε στο «ναι μεν αλλά» τον εργαζόμενο. Είναι ένα βήμα πίσω αυτή η πικρή ιστορία για τη χώρα μας. Οχι γιατί είναι ψεύτικη, αλλά γιατί είναι πολύ αληθινή. Είναι σωστό, νόμιμο και «πολιτικώς ορθόν» να μην απομονώνονται από την κοινωνία και την εργασία οι ασθενείς και οι φορείς. Αυτά, γενικώς. Αλλά όταν ένας ασθενής με AIDS εμφανιστεί στη δική μας τη γειτονιά, τη δουλειά ή την οικογένειά μας, τότε, ως διά μαγείας, γινόμαστε ξαφνικά πολύ λιγότερο «προοδευτικοί». Τότε θυμόμαστε πως έχουμε παιδιά, εύθραυστη υγεία ή άλλους εργαζόμενους που πρέπει να φροντίσουμε να μην αναστατωθούν. Ολα καλά, μέχρι το «αγκάθι» να τρυπήσει το δικό μας δάχτυλο. Τα τελευταία χρόνια, η πληροφόρηση σχετικά με το AIDS έχει εξαντληθεί σε ασθενικούς λόγους της 1ης Δεκέμβρη, της μέρας ευαισθητοποίησης. Εχουμε εκατοντάδες ασθενείς, χιλιάδες φορείς και ενημέρωση μηδέν. Οι άνθρωποι που νοσούν, προτιμούν να εξαφανιστούν από τον κόσμο, παρά να παραδεχτούν δημόσια την ασθένειά τους. Ξέρουν ότι η ομολογία θα σημάνει την επαγγελματική τους καταστροφή και τον κοινωνικό τους «θάνατο». Αγωνιούν σιωπηλά, οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Εκτός από εκείνους που επιλέγουν να μη σωπάσουν. Για μένα, ο ανώνυμος ασθενής που είχε το σθένος να επιμείνει, να διεκδικήσει, να κάνει φασαρία -ενώ την ίδια στιγμή πάλευε με την αρρώστια- είναι ο ήρωας της ημέρας. Μη σας πω και της χρονιάς!

Η θαυμαστή μπαλωματού

Το κάψιμο από το τσιγάρο στο καινούριο -και ακριβό- σακάκι είχε πάρει διαστάσεις ανεξέλέγκτης «μαύρης τρύπας». Σε σημείο εμφανέστατο. Εναν χρόνο πριν, η μοίρα του σακακίου θα ήταν προδιαγεγραμμένη - ψαλίδισμα και χρήση για ξεσκονόπανο. Αλλά, όπως πετάει μια πεταλούδα στο Πεκίνο και προκαλεί σεισμούς στο Περού, έτσι και η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε την προκαθορισμένη ροή των γεγονότων. Το τρύπιο σακάκι, μαζί με τον ιδιοκτήτη του, περιπλανήθηκαν στην Αθήνα, μέχρι που στάθμευσαν έξω από την ταπεινή πόρτα της μοναδικής -σύμφωνα με πληροφορίες- μανταρίστρας που απέμεινε στο κέντρο της πρωτεύουσας,. Με μαγικά ραφτικά, μπαλωματικά και κόλπα μιας άλλης εποχής: Δύο μέρες και τριάντα ευρώ αργότερα, το σακάκι επέστρεψε στον ιδιοκτήτη του ολοκαίνουργιο. Ψάχνει ο άνθρωπος την τρύπα και δεν τη βρίσκει, ούτε καν το ίχνος της. Η κουβέντα γύρισε στις παντός είδους επιδιορθώσεις. Χαλάνε κόσμο τα μαγαζιά που «φτιάνουν» πράγματα. Που αλλάζουν φερμουάρ, γυρίζουν φόδρες, ανανεώνουν σόλες. Κάτι μικρομάγαζα που μαστόρευαν ηλεκτρικές συσκευές, από τηλεοράσεις μέχρι τοστιέρες, γνωρίζουν μέρες νέας δόξας. Η σταθερή τους πελατεία ήταν συνήθως οι ηλικιωμένοι. Τελευταία, όμως, τους «ανακαλύπτουν» και οι νεότεροι. Οσοι μεγαλώσαμε και ζήσαμε με την ακλόνητη πεποίθηση πώς ό,τι χαλάει απλώς αντικαθίσταται. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, πετούσαμε όχι μόνο ό,τι είχε χαλάσει, αλλά κι ότι είχε απλώς παλιώσει: Πέντε λεπτά μετά την κυκλοφορία του «καινούργιου» μοντέλου, από ραδιόφωνο αυτοκινήτου μέχρι το ίδιο αυτοκίνητο. Ισως αυτό να είναι και το μόνο θετικό που έχει προκύψει από το ξαναμοίρασμα της οικονομικής τράπουλας (που μας βρίσκει όλους μείον). Αν είναι να πάρουμε ένα μάθημα, ας είναι τουλάχιστον η συναίσθηση της αξίας των πραγμάτων, η διαφορά του «έχω» από το «είμαι». Αγαπητέ πρώην «γιάπη», να σας συστήσω την κυρία μπαλωματού. Αγαπητή κυρία μπαλωματού, έχει ο καιρός γυρίσματα. Εστω κι αν είναι σε φόδρες!