Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Ο Ρούντι γαβγίζει, σκοτώστε τον...

Θα σας αφηγηθώ την ιστορία αυτή όσο πιο στεγνά μπορώ, είμαι πολύ θυμωμένος για να το κάνω με άλλον τρόπο. Ο Ρούντι ήταν ένα μικρό γκριφόν, ζούσε με την οικογένειά του στα σύνορα Χαλανδρίου - Αγίας Παρασκευής, στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας, σε ένα διαμέρισμα με μπαλκόνι. Του άρεσε να βολτάρει στο μπαλκόνι, ειδικά όταν έλειπαν οι δικοί του, γάβγιζε στους περαστικούς και στα άλλα σκυλάκια και περνούσε η ώρα. Καμιά φορά φώναζε λίγο παραπάνω, η αλήθεια να λέγεται, η κυρά του τον είχε μαλώσει επανειλημμένως γι΄ αυτό, τελικά συμβιβάστηκαν κάπου στη μέση. Ως γνωστόν όμως, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι (ο Θεός να τους κάνει) που είναι πολύ μάγκες και δεν σηκώνουν πολλά- πολλά, πόσω μάλλον από τετράποδα. Το απόγευμα της Κυριακής λοιπόν, ένας από αυτούς- γείτονας- πήρε ένα αεροβόλο, βγήκε στο μπαλκόνι και πυροβόλησε. Ήξερε καλό σημάδι, βρήκε τον Ρούντι στον πνεύμονα. Όταν γύρισε η οικογένειά του σπίτι, τον βρήκε νεκρό, με τα μάτια ανοιχτά. Τηλεφώνησαν την Αστυνομία, τους είπαν πως δεν έρχονται για τέτοια. Πήγαν στην Αστυνομία οι ίδιοι, τους είπαν πως το μόνο που μπορεί να γίνει είναι μια μήνυση κατά αγνώστων, οι έρευνες χρειάζονται εντάλματα και εντάλματα για σκύλους δεν βγαίνουν. Και αν έχουν κάποιον συγκεκριμένο ύποπτο στο μυαλό τους (που έχουν) καλύτερα να μην κινηθούν εναντίον του, μπορεί να βρουν και μπελά. Κάπως έτσι έληξε το θέμα. Με ένα σκυλί δολοφονημένο και τον δράστη απόλυτα ικανοποιημένο με τον εαυτό του - και την ασυλία που του παρέχουμε. Θα μου πείτε «εσύ τώρα τι θέλεις- εκτός από το να καθησυχάσεις τη συνείδησή σου;». Θέλω να πείτε αυτήν την ιστορία σε όσους περισσότερους μπορείτε ή θέλετε. Δεν τον ήξερα προσωπικά τον Ρούντι, ούτε την οικογένειά του, που κλαίει σαν να έχασε παιδί. Απλώς νιώθω ότι του(ς) το χρωστάω. Και τέλος πάντων, κάπως πρέπει να αντιμετωπίσω αυτό το εξουθενωτικό συναίσθημα της ανημπόριας.

Είμαστε λαός καλλιτεχνικός

Η Δημοτική Αστυνομία δεν καταφέρνει να αδειάσει τους πεζόδρομους από παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες. Δεν μπορεί να αστυνομεύσει τα πεζοδρόμια, να μην τρέχουν μηχανάκια ανάμεσα στους πεζούς. Είναι ανίκανη να διαφυλάξει τις ράμπες για τα καροτσάκια. Δεν μπορεί να προστατεύσει τους κάδους ανακύκλωσης από τους αφιλότιμους που πετάνε σκουπίδια, δεν φροντίζει για τις κακοτεχνίες στα πεζοδρόμια που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών. Σε τι χρησιμεύουν αυτοί οι άνθρωποι που μας κοστίζουν πάρα πολλά χρήματα, εκτός από το να καμαρώνουν με τις ολόσωμες δερμάτινες στολές τους; Παράγουν θέαμα βίας και εκβαρβαρισμού κυνηγώντας τους μικροπωλητές στο κέντρο της Αθήνας, τους οποίους ενίοτε πιάνουν και πλακώνουν στο ξύλο δημοσίως, προς τέρψιν των διερχομένων, επισκεπτών και κατοίκων. Στο Σύνταγμα, στην Πλάκα, σε μέρη με τουριστική και ντόπια κίνηση, κάνουν επίδειξη δύναμης και κτηνωδίας, όπως εχθές στη Βύρωνος, που έπιασαν πέντε τέτοιοι δερματόζωστοι λειτουργοί έναν μαύρο μικροπωλητή και τον τουλούμιασαν ενώπιον περίπου τεσσάρων ιδιοκτητών τουριστικών μαγαζιών, οι οποίοι το απήλαυσαν το θέαμα. «Μωρέ καλά του κάνετε. Εμείς πληρώνουμε τόσους φόρους για να έχουμε το μαγαζί κι αυτός βγάζει λεφτά και τα στέλνει και στη χώρα του» είπε ένας, και οι άλλοι επικρότησαν. Ιδού λοιπόν πώς μπορεί να ξεθυμαίνει το πάθος για τις φορολογικές πιέσεις και ταυτόχρονα η αγανάκτηση για όσους δημιουργούν εταιρείες οφσόρ και φυγαδεύουν το χρήμα εκτός Ελλάδος. Άξιος ο μισθός των δημοτικών αστυνόμων. Παράγουν θέατρο του δρόμου με βία και δράση, αποδεικνύοντας ότι είμαστε λαός εκφραστικός και καλλιτεχνικός, με αυθόρμητη έκφραση. Και μη μου λέτε τώρα για το αν επιτρέπει ο νόμος δημόσιο ξυλοφόρτωμα. Και το μη δημόσιο το απαγορεύει, αλλά μπροστά σε τέτοια δρώμενα, ποιος σκάει για λεπτομέρειες;