Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Δημόσιοι και... ιδιωτικοί διάλογοι

«Και φυσικά, οπωσδήποτε θα πάει σε ιδιωτικό». Το έλεγε απλά, φυσικά και χωρίς ίχνος σνομπισμού. Είναι φίλη, σοβαρή, μετρημένη. Αριστη στην επιστήμη της και πάνω απ όλα αξιοθαύμαστα αυτοδημιούργητη. Τόσο εκείνη όσο και ο αδελφός της δεν θα πήγαιναν ποτέ πέρα από το Γυμνάσιο, αν δεν υπήρχε η δημόσια εκπαίδευση, αφού η οικογένειά τους δεν είχε καμιά οικονομική δυνατότητα να τους σπουδάσει. Μιλούσαμε για τα παιδιά μας, και τα δύο πολύ μωρά για να ξέρουν οτι ετοιμάζουν το πλάνο της σχολικής τους ζωής. «Φυσικά ιδιωτικό». Ούτε συζήτηση δεν ανοίγουμε πια. Θεωρούμε δεδομένο ότι το δημόσιο είναι σκέτος μπελάς - ζήτημα αν θα μάθει πέντε γράμματα το πιτσιρίκι και αυτά μετ εμποδίων, μεταξύ απεργιών, καταλήψεων, απαρχαιωμένων εγκαταστάσεων και απαρχαιωμένων συστημάτων παπαγαλίας. Και δεν είναι μόνο αυτό, είναι ότι το λεγόμενο δημόσιο εδώ και χρόνια δεν είναι «δωρεάν». Βοήθεια, υποστήριξη, εξωσχολικά, γλώσσες, φροντιστήρια, και, πριν το καταλάβεις, το πολύπαθο δημόσιο της γειτονιάς σου σου στοιχίζει όσο ένα κολέγιο. Κερασάκι στην τούρτα; Οτι τα βλαστάρια σου βγάζουν τελικά δύο σχολεία, το υποχρεωτικό και το «κανονικό», αυτό της παραπαιδείας. Φιλοξενείς στο σπίτι σου μικρά, εξαντλημένα ζόμπι, πώς να τα αδικήσεις που τους λες «καλημέρα» και σε βρίζουν; «Φυσικά ιδιωτικό». Είμαι αρκετά νέος για να θυμάμαι τα σχολικά μου χρόνια και αρκετά γερος για να μην ξεχνάω ότι κάποτε το σύνθημα ήταν «φυσικά δημόσιο». Τα ιδιωτικά τα είχαμε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τα «κακομαθημένα». Ηταν ωραίο και χρήσιμο στη ζωή ότι καθόμαστε σε διπλανά θρανία παιδιά από όλες τις κοινωνικές ομάδες και τάξεις. Το σύστημα και τότε είχε ελαττώματα απίστευτα, βαριόμαστε και διαμαρτυρόμαστε, αλλά υπήρχε «κάτι», έστω και για να το... κατακρίνεις. Ξαναδιαβάζω (χθες, σημαδιακή μέρα των Τριών Ιεραρχών) την έναρξη ενός ακόμα διαλόγου. Ναι, φυσικά. Τι άλλο μας έλειπε; Ενας ακόμα διάλογος. Πώς δεν το είχαμε σκεφτεί τόσα χρόνια;

Υπεράνω πάσης υποψίας

Ποιος είσαι; Διαβάζω το όνομά σου στις εφημερίδες, γιατί τώρα ο νόμος μου δίνει, υποτίθεται, τη δυνατότητα να σε «ξέρω». Είσαι ο «παιδόφιλος της διπλανής πόρτας». Είσαι αυτός που συνελήφθη για διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας. Τη βρίσκεις με παιδιά. Με μωρά. Με νεογέννητα. Ηδονίζεσαι να τα βλέπεις να κακοποιούνται, πληρώνεις τα ωραία σου λεφτά για να εξασφαλίζεις το ανάλογο οπτικό υλικό. Διαβάζω το όνομά σου, μαθαίνω την πόλη και τη γειτονιά σου. Ξέρω πόσων χρόνων είσαι και τι δουλειά κάνεις. Και λοιπόν; Ενα όνομα δεν μου λέει τίποτα. Ενα πρόσωπο, μια φωτογραφία, δεν μου λέει πάλι τίποτα. Και στο Σύνταγμα να σε σέρνανε, πάνω σε κάρο, για δημόσια διαπόμπευση, πάλι ένα αίνιγμα θα ήσουν για μένα. Η αλήθεια είναι ότι κανένα στοιχείο σου δεν μου λέει τίποτα, γιατί δυσκολεύομαι, πρώτα απ όλα, να πιστέψω ότι είσαι άνθρωπος. Το μυαλό και οι λίγες γνώσεις μου επιμένουν ότι εσύ κι εγώ είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια κόκαλα, την ίδια σάρκα, την ίδια ζωή. Αλλά όχι. Η καρδιά μου ουρλιάζει πως όχι. Τη βρίσκεις με παιδιά που βασανίζονται. Τι είσαι; Πώς έγινες αυτό που σήμερα είσαι; Είσαι άρρωστος και θέλεις βοήθεια, ή ένα τέρας που του πρέπει η σκληρότερη τιμωρία; Οταν μαθαίνω πως υπάρχουν άτομα σαν κι εσένα, έχω ανάγκη να τα τοποθετώ τουλάχιστον στη λάσπη του περιθωρίου. Να πιστεύω πως είναι εξαθλιωμένοι, αγράμματοι, κοινωνικά απόβλητοι. Για να μπορώ «κάπως» να σε κατατάξω. Κάπως να δικαιολογήσω την ύπαρξή σου. Ομως η ζωή έχει διαφορετική γνώμη. Και κάθε φορά μου τρίβει στα μούτρα την ίδια αλήθεια, ότι δηλαδή, εννιά φορές στις δέκα, είσαι ένας κύριος «υπεράνω πάσης υποψίας». Ο γιατρός, ο επιστήμονας, ο παπάς. Στη διπλανή πόρτα, στο διπλανό γραφείο, στην ενορία της γειτονιάς. Ξέρω ποιος είσαι. Αλλά δεν θα μάθω ποτέ, αλίμονο, τι πραγματικά είσαι.