Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Ενα ποτήρι, τι;

Προχωρημένη νύχτα στον Μητροπάνο. Ο κόσμος δεν διασκεδάζει απλώς, προσκυνάει. Ο μάστορας έχει πάρει τη σκηνή παραμάζωμα και τα δίνει όλα. Κι ενώ γύρω γίνεται ο κακός χαμός (και δικαίως), εγώ έχω κολλήσει και μεταφράζω τα τραγούδια στον αόρατο τουρίστα που δεν ξέρει Ελληνικά, που δεν έχει ιδέα για τι πράγμα τα σπάμε στα ελληνικά μπουζούκια. Δοκιμάστε το, με αληθινό τουρίστα ή με φανταστικό. Θα περάσετε το πιο αξέχαστο βράδυ της ζωής σας. Κατ αρχάς, θα πάθει την πλάκα του με το πόση μαυρίλα ψυχής έχουν αυτά τα ζωηρά τραγούδια με τα οποία πίνουμε, χορεύουμε και γενικώς απογειωνόμαστε. Θα σε σφάξω, θα με σφάξεις, θα χυθεί αίμα, θα σε εκδικηθώ, θα σε μπήξω, θα σε δείξω. Είμαι χάλια, είσαι πιο χάλια και σκοπεύω να γίνω εντελώς χάλια μέσα στα επόμενα δεκαπέντε λεπτά. Περνάμε τέλεια, φανταστικά, απίθανα. Και μετά έρχεται ο Χάρος. Και περνάμε ακόμα καλύτερα.. Ειδικά τα μεγάλα τραγούδια του Μητροπάνου (μεγάλα σαν τα παλαιωμένα γαλλικά κρασιά, ανεκτίμητης αξίας) θα έκαναν ακόμα και τους Grateful Dead να μελαγχολήσουν. Θα έκαναν κάθε ψευτο-emo, κάθε μαυροφορεμένο «ντεθά» με αλυσίδα και τρύπια να γυρίσει κλαίγοντας στη μαμά του. Αλλά όχι και την ελληνική μπουζουκοπαρέα, που ακούει «ο Χάρος βγήκε παγανιά και θέρισε» έτσι απλώς για προπόνηση και προχωράει με χαρακτηριστική άνεση σε τσουγκρίσματα ποτηριών «μπρος στην Αχερουσία». Χαλάει τον κόσμο στο «ένα ποτήρι θάνατο θα πιω» και κάνει το μαγαζί λαμπόγιαλο όταν σκάει ο ύμνος: «Οσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη». Ο αόρατος τουρίστας δίπλα μου κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό. Γουρλώνει τα μάτια. «Με αυτά κάνετε κέφι;». Γες. Αϊ γουίλ ντρινκ ε γκλας οφ ντεθ. Και μη με ζαλίζεις, διότι στον γυρισμό έχω και να κάνω στάση στη διπλή γραμμή του δρόμου! Να σταματήσω την κυκλοφορία και να ρίξω κι ένα ζεϊμπέκικο...