Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008

Χρημα

Να το ρίξουμε... ... στον Ντίκενς, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε; Ο μεγάλος συγγραφέας ήξερε καλά να βάζει δύσκολα ερωτήματα κι ακόμη καλύτερα να αποφεύγει τις εύκολες απαντήσεις. Κάπου στην αρχή... ... του «Ντόμπι και υιός», ο μικρός κι αϊτομάτης Πολ Ντόμπι ρωτά: «Μπαμπά, τι είναι χρήμα;». Και μαθαίνει πως χρήμα είναι «το χρυσάφι, το ασήμι κι ο χαλκός, οι γκινέες, τα σελίνια και οι πένες». Όμως για τον πατέρα του, έναν πλούσιο επιχειρηματία, το χρήμα είναι κάτι άλλο: «Μέσο κυκλοφορίας, νόμισμα, ισοτιμίες, χρηματιστηριακή αξία πολύτιμων μετάλλων». Για τον ίδιο τον Ντίκενς, το χρήμα ήταν κάτι παραπάνω: κάτι που μπορούσε να ενώνει αλλά και να χωρίζει τους ανθρώπους, να τους κάνει υποδείγματα γενναιοδωρίας αλλά και τέρατα πλεονεξίας, κάτι που κινούσε τον κόσμο, αλλά και που κάθε τόσο απειλούσε να τον βυθίσει στο χάος. Στα μυθιστορήματά του ο Κάρολος Ντίκενς γράφει για έναν κόσμο όπου καθετί έχει την τιμή του, όπως τα κάρβουνα που ο Σκρουτζ τσιγκουνεύεται να κάψει στο τζάκι σαν να είναι διαμάντια. Η τηλεοπτική... ... προσαρμογή της «Μικρής Ντόριτ» από το ΒΒC έρχεται στην κατάλληλη στιγμή, καθώς η Βρετανία βυθίζεται κι αυτή σιγά σιγά στη δίνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σε όλα τα έργα του Ντίκενς βρίσκουμε εικόνες από έναν κόσμο που τον είχαμε ξεχασμένο- έναν κόσμο με πυκνή ομίχλη, που πάλευε να την τρυπήσει το φως του γκαζιού από τους φανοστάτες. Τώρα, όσο πιο κοντά σκύβουμε πάνω από τον κόσμο του Ντίκενς τόσο τον αναγνωρί- ζουμε πιο κοντινό μας: στεγαστική κρίση, οικονομικά σκάνδαλα, πανικός, «κλείσε τη βρύση», «σβήσε το γκάζι». Κι ανακαλύπτουμε ξαφνικά πως ο Ντίκενς είναι σύγχρονός μας. Μια από τις πιο λυπητερές σκηνές στη «Μικρή Ντόριτ» είναι εκεί που ο συγγραφέας μάς συστήνει τον Ουίλιαμ Ντόριτ, τον αρχαιότερο ένοικο των φυλακών Μάρσαλσι. Καταδικασμένος σε κάθειρξη 20 ετών και κάτι για χρέη, έχει καταντήσει να ζει με τις ελεημοσύνες «θαυμαστών» που ακούν στα ονόματα «Λαμόγιο», «Σκυλάς», «Νταβάς». Είναι μια σκηνή που ο Ντίκενς την έγραψε από μνήμης. Γιατί ο πατέρας του είχε φυλακιστεί κι αυτός στο Μάρσαλσι, όταν ο Ντίκενς ήταν μικρός. Και μολονότι ο Τζον Ντίκενς φαίνεται πως έμεινε ανεπηρέαστος από αυτή την εμπειρία, ο γιος του ποτέ δεν ξεπέρασε την ντροπή. «Ένιωθα πραγματικά τότε», έγραψε αργότερα, «σαν να μου είχαν ραγίσει την καρδιά». Τα έργα του Ντίκενς, όπως λέει ο βιογράφος του Ρόμπερτ Ντάγκλας-Φέρχαρστ, ευτυχώς προτείνουν διεξόδους. Στις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες», ο Σκρουτζ μαθαίνει επιτέλους πως αυτά που αγοράζει το χρήμα δεν είναι τίποτα μπροστά σε ένα γιορτινό τραπέζι με πρόσωπα αγαπημένα, όσο κι αν είναι αυτό στρωμένο φτωχικά. Η ειρωνεία... ... είναι πάντως πως σε αυτή τη διαρκή αντιπαράθεση του Ντίκενς με το χρήμα, αυτό είχε την τελευταία λέξη: από το 1992 έως το 2003, το πρόσωπο του συγγραφέα κοσμούσε το χαρτονόμισμα των 10 στερλινών. Μια ύπουλη εκδίκηση.

Δήλωση μεταμέλειας δεν κάνω

Αχός βαρύς ακούγεται κάθε φορά που δηλώνω πως δεν θα αγοράσω (ακόμα) τηλεόραση. «Παιδάκι μου θα τρελαθείς», αναφωνεί η μαμά μου. Ο φίλος μου ο Σταμάτης με απειλεί πως θα μου κόψει τις επισκέψεις διότι αισθάνεται «ανασφάλεια σε ένα σαλόνι που δεν έχει τηλεόραση». Και η Δάφνη κόβει κάθε φορά (με πολλή απογοήτευση- σχεδόν κλάμα- στη φωνή) τη φράση της: «Καλά, είδες χθες στην τηλεόραση που.... ααααχ, ξέχασα, εσύ δεν έχεις». Άμα ήθελα καβγάδες από τα παράθυρα για το ποια άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα (άντε και για το ποιος πήρε τη λίμνη και την έκανε φιλέτο), έμενα στη Δραπετσώνα. Αν ήθελα φεστιβάλ βλακείας έπινα δυο ποτηράκια παρέα με τους φίλους μου. Κι αν ήθελα να διευρύνω τις γνώσεις μου άνοιγα καμιά εγκυκλοπαίδεια. Πες, πες, πες, όμως, είπα κι εγώ να δώσω μια ευκαιρία έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι μπορεί και να χρειαστεί να κάνω δήλωση μεταμέλειας (εδώ έχουν μετανοήσει κι έχουν μεταμεληθεί...). Δευτέρα βράδυ μπρος στον καναπέ (όχι στον δικό μου, προφανώς). Το σουβλάκι αγκαλιά και το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Στο ένα κανάλι μάς παίζει ειδήσεις (copyright Χάρρυ Κλυνν). Στο άλλο μια παρέα γιαγιάδες με λίφτινγκ για να δείχνουν νέες, αλλά ασπρομάλλες περούκες για να δείχνουν γριές, περνάνε ένα μωρό από μπαλκόνι σε μπαλκόνι με σκοινί λες και είναι μπουγάδα στα καντούνια της Κέρκυρας. Στο άλλο μια άλλη παρέα αδέξιων μπάτσων αλληλοβρίζεται άγαρμπα. Και στην παρακάτω συχνότητα μια μελαχρινή κοπελίτσα σουφρώνει διαρκώς τη μύτη της, αλλά δεν έχει συνάχι. Είναι το μοναδικό κοινό σημείο που έχει με τον ρόλο της. Υποδύεται την Αλίκη. Για να έρθει το επόμενο πάτημα του κουμπιού να με εξοντώσει. Μια άλλη παρέα-σοβαρή αυτήν τη φορά- επιχειρεί να μας πείσει πως η εθνική σταρ μπορεί να έδειχνε δυνατή, αλλά «πονούσε» από τα άδικα χτυπήματα (γιατί την αποδομείτε μετά θάνατον; Αν ήθελε να δείξει τον πόνο της θα το έκανε η ίδια). Το σουβλάκι μού έχει κάτσει στο στομάχι. Ο καναπές έχει καρφιά. Και δήλωση μεταμέλειας δεν κάνω. Ι hate ΤV.

Παιδί με κράνος

O μπαμπάς, οδηγός μοτοσυκλέτας, είχε βάλει τον μικρό του γιο να καθήσει μπροστά του, του φορούσε και κράνος. Τους είδα να στρίβουν κάπως απότομα σε έναν στενό δρόμο όπου άκρη άκρη περπατούσε μια γριά τραβώντας κολλητά πάνω της ένα μικρό σκυλί. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ θετικά για τον μπαμπά που είχε φροντίσει να προφυλάξει τη ζωή του παιδιού του με το κράνος και με ξεκούφανε η φωνή του- τόσο δυνατή, που κατάφερε να τραντάξει τα τζάμια της γειτονιάς, κι ας ήταν το στόμα πίσω από γυαλί: «Α, να χαθείς παλιόγρια με το κωλόσκυλό σου!», πέταξε, κι αμέσως μετά ανέπτυξε ταχύτητα μαρσάροντας και εξαφανίστηκε μέσα στην αγανάκτηση της εξάτμισής του. Η θετική μου σκέψη έμενε μετέωρη. Γιατί, τι να το κάνεις το κράνος στο παιδί αν δεν μπορείς να το προφυλάξεις από τις δικές σου επιθέσεις; Ξέρετε πώς είναι τα παιδιά, αγαπάνε ανεξήγητα τα μικρά σκυλάκια, ενδιαφέρονται υπερβολικά για τα ζώα, λαχταράνε να τα χαϊδέψουν. Και για τις μεγάλες γυναίκες έχουν έμφυτο σεβασμό. Επειδή οι γιαγιάδες τα υποδέχονται με ενθουσιασμό στον κόσμο, και γενικά οι ηλικιωμένες είναι επιεικείς και γενναιόδωρες μαζί τους, συνήθως τις λατρεύουν. Πώς διδάσκεις ένα παιδί ότι μπορεί κανείς να βρίζει τόσο άσχημα μια ασπρομάλλα γυναίκα, πώς του επιβάλλεις την άποψη ότι τα χαριτωμένα ζωάκια που προκαλούν τρυφερότητα και φιλική διάθεση αξίζουν τέτοιες κουβέντες; Κι όχι για κάποιο σφάλμα που έκαναν, αλλά μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν και κυκλοφορούν στον δρόμο, επειδή κόβουν τη φόρα της μοτοσυκλέτας σου; Τι του φοράς κράνος, αν δεν έχει και ενσωματωμένες ωτοασπίδες να του βουλώνουν τα αυτιά, να το προφυλάσσουν από το σμπαράλιασμα που απειλεί την ψυχή του με τέτοια διαπαιδαγώγηση;