Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008

Των Ευχαριστιών

Προχθές γιορτάστηκε στις ΗΠΑ η παραδοσιακή γιορτή των Ευχαριστιών. Είναι μια υπέροχη γιορτή και συμβολίζει το δείπνο φιλίας που μοιράστηκαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι άποικοι με τους αυτόχθονες Ινδιάνους. Οι «άγριοι» ιθαγενείς της Μασαχουσέτης έσωσαν τους αποίκους που πέθαιναν από την πείνα, βοηθώντας τους να καλλιεργήσουν τροφή, όταν κάθε δική τους προσπάθεια να εκμεταλλευτούν το άγνωστο έδαφος είχε αποτύχει. Οι αληθινές, βέβαια, Ευχαριστίες εξελίχθηκαν σε οργανωμένο αφανισμό των ιθαγενών σε όλο το μήκος και το πλάτος της αχανούς χώρας που σήμερα ονομάζεται Ηνωμένες Πολιτείες. Η αίσθηση του προηγμένου ανθρώπου της Δύσης, που αισθάνεται δικαιωματικά ανώτερος από τους όποιους «ιθαγενείς», δεν έχει ακόμα εξαλειφθεί. Συμβολικό παράδειγμα ο Αμερικανός πολίτης που «εγκλωβίστηκε» στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ και η εικόνα του μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Αγανακτισμένος, ορθώνοντας το καλοταϊσμένο του μπόι σε μια μικροσκοπική Ταϊλάνδη, κραύγαζε ότι «θέλει να πάει στο Πουκέτ». Είχε, βλέπετε, κλείσει τα εισιτήριά του για το παραδεισένιο θέρετρο - προφανώς εκμεταλλευόμενος την αργία των Ευχαριστιών. Και δεν μπορούσε να φανταστεί ποιοι -και με τι θράσος- καθυστερούσαν τις διακοπές του. «Whats wrong with those people», συνέχιζε να φωνάζει, κοιτάζοντας με απορία ολόγυρά του. Τι πρόβλημα έχουν αυτοί οι άνθρωποι; Ο άνθρωπος αυτός, πραγματικά, δεν μπορούσε να κατανοήσει τι συνέβαινε: έστω κι αν ολόγυρά του χιλιάδες διαδηλωτές ξεδίπλωναν τεράστια πανό με τα πολιτικά τους αιτήματα... σε άπταιστα Αγγλικά! Ο «δυτικός» δεν μπορούσε να συλλάβει ότι το άψογα οργανωμένο -και προπληρωμένο- ταξιδάκι του θα μπορούσε να ταραχτεί από έναν λαό που ξεσηκώθηκε... Βαθμός μηδέν και σε πραγματική και σε «συναισθηματική» νοημοσύνη. Πέρασαν σχεδόν τέσσερις αιώνες από το πρώτο δείπνο των Ευχαριστιών. Και ακόμα ο κόσμος χωρίζεται σε «πολιτισμένους» και «άγριους». Στο γιορτινό τραπέζι αντί για γαλοπούλα και γλυκοπατάτες, ακόμα τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου. Μέχρι πότε;

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008

Τα καταστήματα

Τέσσερις νέες φυλακές χτίζονται στην Ελλάδα. Κατεπειγόντως. Ή, μάλλον, όχι φυλακές. Πείτε τες και «καταστήματα». Κάνει καλύτερη εντύπωση. Και πονάει λιγότερο. Ακούω τους αρμόδιους να αναφέρονται ψυχρά και άκρως τεχνοκρατικά στα «καταστήματα». Κανείς υψηλά ιστάμενος δεν λέει τη λέξη «φυλακή», λες και θα λερωθεί το στόμα του αν την αρθρώσει. Εμένα πάλι η λέξη «καταστήματα» μου φέρνει αμέσως στο μυαλό τη λέξη «εμπορεύματα», με όλους τους σχετικούς και καθόλου ευχάριστους συνειρμούς. Αν δεν ήταν τόσο, μα τόσο τραγικό, θα ήταν αστείο: τα μόνα «καταστήματα» που όχι μόνο δεν περνούν κρίση, αλλά είναι γεμάτα μέχρι ασφυξίας, είναι τα... σωφρονιστικά. Και μετά γίνεται ακόμα πιο μελαγχολική η κατάσταση. Οταν το παιδικό μας μάθημα «όπου ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή» αντιστρέφεται ειρωνικά. Οταν η ανακοίνωση ότι φτιάχνονται νέες φυλακές γίνεται δεκτή με ανακούφιση, απ όποια πλευρά και αν είσαι. Ακόμα και ο πιο παθιασμένος ακτιβιστής στη χώρα μας δεν μπορεί να εναντιωθεί με το χτίσιμο μιας νέας φυλακής (ή τεσσάρων, πέντε). Γιατί, απλούστατα, οι παλιές είναι τόσο γεμάτες, τόσο απαρχαιωμένες, που οι συνθήκες κράτησης δεν αξίζουν ούτε στον χειρότερο άνθρωπο - αφού ακόμα διατηρεί την ανθρώπινη υπόσταση. Ετσι, λοιπόν, κάτω και γύρω από τη μύτη μας, στο ξεκίνημα του εικοστού πρώτου αιώνα, ένα από τα λίγα έργα που, όπως ανακοινώθηκε, προχωρούν με ρυθμούς κατεπείγουσας ανάγκης είναι οι καινούργιες φυλακές. Κάγκελα ολοκαίνουργια, υψηλής τεχνολογίας, γυαλιστερά, να τα ζηλεύεις. Στο Λασίθι, στη Κασσαβέτεια, στην Κόρινθο, στα Διαβατά... Κάγκελα παντού και σβέλτα. «Οταν ακούς τάξη, ανθρώπινο κρέας μυρίζει», έγραφε ο Ελύτης, αλλά δεν είναι ώρες τώρα για στίχους. Πόση θλίψη έχει αυτό τώρα, να χαιρόμαστε που χτίζονται νέες, σύγχρονες φυλακές; Αλλά όχι, ξέχασα. Δεν είναι φυλακές. Είναι «καταστήματα». Ετσι να το λέμε. Κάνει καλύτερη εντύπωση. Σαφώς. Και πονάει λιγότερο.

Σαν να κλέβεις εκκλησία...

Για το δικό μου σύστημα αξιών, η θρησκεία ήταν πάντα ένας αντίπαλος. Στον «ίσιο» δρόμο της συναντούσα όλα όσα πίστευα ότι περιόριζαν την ελευθερία του ανθρώπου: ένα σωρό κανόνες τόσο αυστηροί που μου φαίνονταν αφύσικοι. Σε κανέναν δεν υπάκουσα. Δεν ήθελα να ζήσω έτσι. Αλλά ήταν -κάποτε- ένας ωραίας αντίπαλος η Εκκλησία. Πανίσχυρος. Είχε ένα ενδιαφέρον να είσαι άθεος ή (έστω, όπως εγώ) άθρησκος. Υψωνες το μικροσκοπικό σου ανάστημα και κουνούσες την αόρατη χουφτίτσα σου, θυμωμένος, απέναντι σ' έναν τεράστιο Θεό που κρατούσε όλα τα όπλα στο χέρι του. («Αν υπάρχει θεός, τη βάψαμε», έλεγαν οι παλαιάς κοπής αναρχικοί). Τώρα, δεν έχει πια καμιά νοστιμιά να αντιμάχεσαι τα ιερατικά. Ο «εχθρός» μοιάζει να κατέρρευσε από το βάρος της ίδιας του της διαφθοράς. Και τώρα, εγώ με ποιους θα τσακώνομαι; Σίγουρα όχι με τους Ρασπούτιν παχούμιους των πρωτοσέλιδων και των οφσόρ. Ψάχνω τα σπασμένα κομμάτια της Ορθοδοξίας σε παπάδες μικρών ενοριών, σε ηγούμενους απομονωμένων μοναστηριών και σε τσαμπουκαλεμένους ιερείς ιστορικών μετεριζιών. Ψάχνω να βρω τον παλιό, τον κραταιό αντίπαλό μου, να του πω δέκα, να μου απαντήσει εκατό, να στριμώξουμε ο ένας τον άλλο προ των ευθυνών μας. Και στο τέλος να πιούμε κρασί - οι ιερείς που αγαπούσα να «μισώ» πάντα με κερνούσαν λίγο κρασάκι από το αμπέλι της μονής. Και λίγο αγιασμό. Το κρασί το έπινα, τον αγιασμό τον επέστρεφα κι αποχωρούσα ισόπαλη άνευ τερμάτων. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχασα το βαβαβούμ μου: Δεν ξεσπαθώνω πια τόσο δυνατά, τόσο ετοιμοπόλεμα εναντίον της Εκκλησίας. Αισθάνομαι ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. Το ράσο -και το καθεστώς γύρω του- δείχνει να έχει υποστεί τέτοια πνευματική καθίζηση (μη σας πω και «κραχ»), που το ευκολότερο πράγμα είναι η επίθεση εναντίον του. Κυριολεκτικά σαν να «κλέβεις εκκλησία». Εστω κι αν το παγκάρι τής το έχουν αδειάσει, από καιρό, κάποιοι άλλοι.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2008

Το γκολ και πώς το έχασα

Εγώ τέτοια ματς δεν τα βλέπω. Δηλαδή, εννοείται πως τα βλέπω, αλλά όπως θα έβλεπα ένα θρίλερ. Με τα μάτια κλειστά κατά κάποιον τρόπο. Ζηλεύω εκείνους που πίνουν μπίρες και κάνουν χαβαλέ- να ΄ναι καλά οι άνθρωποι να χαίρονται. Με τέτοια πρόθεση ξεκινάω κι εγώ, αλλά μετά αλλού με πάει. Στην αρχή με έπιασε το σφίξιμο στο στομάχι. Η φιγούρα του αχώνευτου Ιμπραήμοβιτς (οι ανοιχτοί λογαριασμοί κάνουν τους κακούς τους φίλους) ήταν αποκρουστική, σαν τον δολοφόνο με το πριόνι, το σορτσάκι και την κορδέλα στο μαλλί α λα Μπιορν Μποργκ- πολύ χάλια. Έκανα ζάπινγκ. Με μια ακατανίκητη δύναμη όμως να με τραβάει κάθε τόσο στο Μιλάνο. Και πάλι ζάπινγκ. «Αφού δεν μπορείς να τα βλέπεις, γιατί επιμένεις;» ο Ολυμπιακός δίπλα μου (ναι, το ζω κι αυτό!) σε κατάσταση σχεδόν ευδαιμονίας, απολαμβάνει την ωραία ατμόσφαιρα. Το ίδιο μου έλεγες, του λέω, και για το «Μidnight Μeat Τrain», το θρίλερ τις προάλλες και αποδείχτηκε πολύ ωραία ταινία. Πάω στην κουζίνα, βάζω νερό να πιω. Βλέπω την ομάδα και ένα ανεξήγητο ώς εκείνη την ώρα κύμα αισιοδοξίας κάνει να βγει στην επιφάνεια. Θα είναι από τα κόρνερ που κερδίζουμε, σκέφτομαι. Οι Ιταλοί πιέζουν. Ας δω λίγο στο άλλο CSΙ- Νέα Υόρκη και το γυρίζω αμέσως- να περάσει η φάση η άγρια. Άγρια δολοφονία στο επεισόδιο της σειράς σε μπαρ του Μανχάταν. Το μυστήριο πυκνώνει. Ποιο μυστήριο τώρα! Εδώ δες τι γίνεται! Τι γίνεται; Δεν ξέρω, απλά η εικόνα έχει αλλάξει. Πιο ζωηρή η περιγραφή, πιο γρήγορο το παιχνίδι, πιο πιεστικοί οι άλλοι, πιο να... τρέχουν να προλάβουν το τελευταίο τρένο που δεν έχει άλλο μετά. Και λίγο ανήσυχο να κόβω τον Μουρίνιο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή εγώ νομίζω ότι το 0-0 είναι που τους ενοχλεί τόσο. Δίπλα, στο μεταξύ, έχει φέρει φιστίκια και μασουλάει εκνευριστικά. Και βλέπω το σκορ. Και το ρολόι. Και την ομάδα να πετάει. Και να πιέζεται βέβαια, αλλά να πετάει. Βγαίνω από το δωμάτιο, κάνω βόλτες γύρω και μετράω τις καθυστερήσεις. Σφύριξε, χριστιανέ μου. Σφύριξε ο άνθρωπος. Λήξη. Είδα και το γκολ που έχασα. Με τέτοια ομάδα, του λέω, δεν κάνεις ζάπινγκ. Απολαμβάνεις το παιχνίδι.

Η προσγείωση του δωρεάν Τύπου

Ελάχιστα πράγματα έχουν συζητηθεί περισσότερο στα διάφορα διεθνή συνέδρια Τύπου την τελευταία δεκαετία από το φαινόμενο των δωρεάν εφημερίδων. Και μπορεί η αρχική αντιμετώπισή του από τους παραδοσιακούς εκδότες να συνοψιζόταν στην υπεροψία, ωστόσο, καθώς τούτο εδραιώθηκε (και, κυρίως, καθώς κάποιοι από τους ιδιοκτήτες επί πληρωμή τίτλων επεκτάθηκαν και στην αγορά των δωρεάν), τα πράγματα άλλαξαν δραστικά. Η εκτίμηση που επικράτησε ήταν πως τα έντυπα τύπου «Μetro» δεν αφαιρούν αναγνώστες από τις κλασικές εφημερίδες αλλά προσελκύουν νέο, δυναμικό κοινό και, συνεπώς, επιπρόσθετα διαφημιστικά έσοδα- παράλληλα, εξοικειώνουν τους νέους αναγνώστες με τα έντυπα ΜΜΕ αφήνοντας την ελπίδα ότι, μεγαλώνοντας, αυτοί θα «μεταναστεύσουν» στον επί πληρωμή Τύπο. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που- σήμερα, ενώ οι δωρεάν εφημερίδες περνούν τη σοβαρότερη κρίση της σύντομης ιστορίας τους- οι παραδοσιακοί εκδότες παρακολουθούν αμήχανοι. Άλλωστε, η αφετηρία των έντονων δυσχερειών είναι κοινή: η επερχόμενη (πιθανότατα βαθιά) ύφεση έχει οδηγήσει σε μείωση των διαφημιστικών δαπανών και αυτό σε ένα περιβάλλον όπου το μερίδιο αγοράς του Τύπου χρονίως υποχωρεί - σταδιακά μεν, σταθερά δε. Τούτο γίνεται ακόμη πιο ανησυχητικό εάν αναλογιστεί κανείς ότι η διαφήμιση «υπεραντιδρά» στις κινήσεις της πραγματικής οικονομίας: σύμφωνα με τους ειδικούς, αύξηση του ΑΕΠ κατά 3% σημαίνει αύξηση 5% στη διαφήμιση ενώ πτώση κατά 1% μεταφράζεται σε μείωση 7% των σχετικών δαπανών. Σε αυτό το πλαίσιο, η θέση των δωρεάν εντύπων προκύπτει ακόμη δυσκολότερη καθώς οι διαφημίσεις αποτελούν τη μοναδική πηγή εσόδων (αφού δεν υφίσταται έσοδο κυκλοφορίας από την τιμή του φύλλου) ενώ, παράλληλα, τα περιθώρια μείωσης του κόστους είναι αμελητέα καθώς ήδη αυτές οι εκδόσεις είναι (σχετικά) ολιγοσέλιδες και λειτουργούν με ελάχιστο προσωπικό. Oι εξελίξεις του τελευταίου έτους είναι από ανησυχητικές έως απογοητευτικές: 23 τίτλοι έκλεισαν το 2007 ενώ μέχρι τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους άλλες 12 δωρεάν εφημερίδες έβαλαν λουκέτο- κυρίως απογευματινά φύλλα ή σχετικές νέες εκδόσεις που δεν είχαν προλάβει ΕΙΔΗΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ εκτιμούν ότι το πιθανότερο ενδεχόμενο για το 2009 είναι είτε σειρά συγχωνεύσεων μεταξύ ανταγωνιστικών δωρεάν εφημερίδων είτε εξαγορές των φύλλων από παραδοσιακούς εκδότες να εδραιωθούν. Ακόμη και ο παγκόσμιος κολοσσός του χώρου, η «Μetro», πρόσφατα ανακοίνωσε μείωση λειτουργικών κερδών κατά 83%. Η συνολική εικόνα ενδέχεται να επιδεινωθεί στο άμεσο μέλλον- για ακόμη έναν λόγο: λόγω του ανθηρού τους πρόσφατου παρελθόντος, οι δωρεάν εφημερίδες δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την παρουσία τους στο Διαδίκτυο και κινήθηκαν μονοσήμαντα στην κατεύθυνση της «ευκαιριακής» κατανάλωσης του έντυπου προϊόντος τους. Μπορεί αυτή η προσήλωση να αποδείχθηκε χρήσιμη, εν τούτοις σήμερα προκύπτει ως μειονέκτημα καθώς, στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη αγορά του Ίντερνετ, ο επί πληρωμή Τύπος έχει ισχυρότατο προβάδισμα αφού επενδύει συστηματικά (αν όχι πάντα αποτελεσματικά) στα νέα Μέσα. Τελικά, ίσως και σε αυτόν τον χώρο η ύφεση να ευνοήσει το μέγεθος- όπως γίνεται σε άλλους κλάδους, λόγου χάριν το τραπεζικό σύστημα. Άλλωστε, οι μεγαλύτεροι οργανισμοί διαθέτουν εγγενή πλεονεκτήματα όπως, για παράδειγμα, την ικανότητα να χρησιμοποιήσουν κέρδη από ένα προϊόν για να καλύψουν πρόσκαιρες ζημίες σε ένα άλλο. Επιπρόσθετα, μπορούν να αναζητήσουν οικονομίες κλίμακος και φάσματος σε διάφορα στάδια της παραγωγής, από τις προμήθειες στην εκτύπωση και από το περιεχόμενο στην προώθηση. Τέλος, στον κρίσιμο εμπορικό τομέα, έχουν τη δυνατότητα να μεγιστοποιήσουν το μερίδιο κονδυλίων προσφέροντας στους (οικονομικά στριμωγμένους) διαφημιζόμενους ελκυστικά «πακέτα» προβολής, τα οποία περιλαμβάνουν συνδυασμούς από τα Μέσα που εκδίδουν. Γι΄ αυτόν τον λόγο, πολλοί ειδήμονες του χώρου εκτιμούν ότι το πιθανότερο ενδεχόμενο για το 2009 είναι είτε σειρά συγχωνεύσεων μεταξύ ανταγωνιστικών δωρεάν εφημερίδων (στις πόλεις όπου κυκλοφορούν 2 και άνω τέτοιοι τίτλοι) είτε εξαγορές αυτών των φύλλων από παραδοσιακούς εκδότες. Το τελευταίο θα προσδώσει και έναν ιδιαίτερο καταληκτικό τόνο ή μία αίσθηση πλήρους κύκλου: από την υπεροψία στον ανταγωνισμό, ύστερα στην επιφυλακτική συμβίωση και, τέλος, στην ένωση.

Τα κακά αφεντικά

Τώρα που βγήκε επιστημονικά το συμπέρασμα ότι τα κακά αφεντικά βλάπτουν σοβαρά την υγεία, θα πρέπει να περιμένουμε και την εκστρατεία κατά της κακίας των αφεντικών, η οποία θα ακολουθήσει παράλληλα με την παγκόσμια καμπάνια κατά του τσιγάρου. Πρώτα θα βρουν και θα δημοσιεύσουν πόσο ακριβώς βλάπτουν την υγεία τα κακά αφεντικά, πόσο κοστίζει η βλάβη αυτή στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη όλου του κόσμου, πόσο ζημιώνεται το εθνικό σύστημα υγείας και επιβαρύνονται οι προϋπολογισμοί, πόσες εργατοώρες χάνονται από πρόωρους θανάτους και πόσες ανθρωπο-απολαύσεις εξαφανίζονται από τον διαρκή πανικό και την ελλοχεύουσα κατάθλιψη. Ύστερα, όταν όλα αυτά μετρηθούν καλά καλά και αποτιμηθούν σε δολάρια, ευρώ και γιεν, θα σχεδιαστούν οι άμυνες της ανθρωπότητας εναντίον αυτής της σύγχρονης μάστιγας η οποία ευθύνεται για το ποσοστό, που θα έχει στο μεταξύ βρεθεί, θανάτων από καρδιαγγειακά, αναπηριών, τραυματισμών από απροσεξία, ψυχολογικών νοσημάτων, βίας στην οικογένεια, αντικοινωνικής συμπεριφοράς που οδηγεί σε νέα κρούσματα κ.λπ., κ.λπ. Κι αφού βγουν κι αυτά και μαθευτούν, θα αρχίσει σταδιακά να προσαρμόζεται η νομοθεσία κάθε χώρας στις συμφωνίες που θα υπογράψουν στα Ηνωμένα Έθνη οι υπουργοί Εξωτερικών όλων των χωρών. Οπότε θα πρέπει να είναι τα αφεντικά καλά και γεμάτα σεβασμό για την εργασία των υπαλλήλων και εργατών τους, να εκτιμούν και να αναγνωρίζουν τη δουλειά και την προσωπικότητά τους, να αναδεικνύουν τα ταλέντα τους και να μην καταπιέζουν τις ανθρώπινες ανάγκες τους. Αν τους έρχεται ποτέ η ακαταμάχητη όρεξη να προσβάλουν κάποιον, θα πρέπει να βγαίνουν έξω από το κτίριο κι εκεί, μέχρι να τον παρακαλέσουν στο κινητό να πάει να τους βρει, θα τους φεύγει η κακή διάθεση, ειδικά αν κάνει κρύο. Ωραία. Η επιστήμη πάντα βοηθούσε την κοινωνική πρόοδο.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

«Θέλω να γίνω διάσημος»

Η κεραμίδα μού ήρθε προχθές σε μια στιγμή αμηχανίας, από εκείνες που δεν ξέρεις τι να πεις στα πιτσιρίκια, και τα ρωτάς «τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις;». «Διάσημος», μου απαντά αποφασιστικά και με μια δόση περηφάνιας για την επιλογή του ο οκτάχρονος γιος της φίλης μου. «Διάσημος; Τι εννοείς διάσημος καλό μου;». «Διάσημος», έρχεται εκ νέου η απάντηση με έναν συνδυασμό τσαντίλας και απορίας στη φωνή, σαν να προσπαθούσε να διερευνήσει αν είμαι ούφο ή αν το παίζω. «Εντάξει πουλάκι μου. Το κατάλαβα. Αλλά τι διάσημος θες να γίνεις. Διάσημος ηθοποιός, διάσημος τραγουδιστής, διάσημος ποδοσφαιριστής;» (καλά, ιδέες τού τύπου συγγραφέας ή επιστήμονας, δεν τόλμησα ούτε να τις σκεφτώ). «Ό,τι να ΄ναι», συνεχίζει ο μικρός. «Καλά, δεν σου αρέσει κάτι συγκεκριμένο;». «Δεν με νοιάζει. Εγώ να βγαίνω στην τηλεόραση θέλω. Να με καλούν στα πάνελ. Να μου ζητάνε αυτόγραφα. Να γίνεται χαμός στη σελίδα μου στο Facebook». Γυρνάω έκπληκτη και κοιτάζω τη μάνα-φίλη μου. Περιμένω να είναι κεραυνοβολημένη, αλλά τελικά εγώ έχω φάει το αστροπελέκι. Εκείνη ατάραχη καμαρώνει με το χαμόγελο στα χείλη το βλαστάρι της. «Ακούς τι λέει το παιδί σου; Στην εποχή μας τα φυσιολογικά παιδάκια θέλανε να γίνουν δάσκαλοι και γιατροί. Όσοι βαριόντουσαν το διάβασμα δήλωναν κομμώτριες και ποδοσφαιριστές. Τα ονειροπαρμένα φαντάζονταν καριέρα πιλότου ή αστροναύτη. Το παιδί σου τι θα γίνει;». «Και τι να του πω; Άντε σπούδασε να βγεις στην ανεργία ή να ψήνεσαι για 700 ευρώ, κι αν δίνονται κι αυτά μέχρι τότε; Άσε που άμα γίνει διάσημος θα τη βγάλει λάδι και στον Στρατό, θα περνάει ζάχαρη- από γκαλά σε δεξίωση...». «Ρε φιλενάδα, ακούς τι λες; Το παιδί σου έχει στόχο να γίνει διάσημος. Διάσημος είναι και ο Ρωχάμης». «Ποιος είναι αυτός; Είναι διάσημος;», πετάγεται ο μικρός. Άσε καλό μου, να μη σου απαντήσω τώρα, διότι σε βλέπω στοχοπροσηλωμένο. Και δεν είναι να σου βάζω ιδέες.

Κάνε έρωτα μετά την πολιτική!

Μα πώς το κατάλαβαν και πώς το κατέγραψαν κιόλας ότι τη βραδιά των αμερικανικών εκλογών οι νέοι που πανηγύριζαν για τον Ομπάμα το έριξαν μετά στο σεξ και σε εννιά μήνες θα υπάρξει μπέιμπι μπουμ, Ομπάμα μπέιμπι μπουμ, για την ακρίβεια; Ίσως κάνουν εκεί πέρα γκάλοπ πιο ευφάνταστα από το ποιος είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός, ίσως έκαναν ένα με θέμα: «Πώς γιορτάσατε τη νίκη του Ομπάμα;». Και η νέα γενιά απάντησε, σεξ, ανέμελο σεξ με εμπιστοσύνη στο μέλλον, αισιόδοξο σεξ, ήγουν χωρίς προφυλακτικό, γιατί εκείνο το βράδυ η χαρά μεθούσε καλύτερα από κρασί και πλημμύριζε τα σώματα η ελπίδα μαζί με την επιθυμία και ανακατευόταν με τα σωματικά υγρά. Μαγική στιγμή που η πολιτική μπορεί να παράγει τέτοιες ορμές και συναισθήματα χωρίς να είναι βίαιη, το κορμί μπορεί να παραδίνεται στην τελειότερη ελευθερία, στην ερωτική ηδονή που είναι πάντα τόσο ιδιωτική, αλλά σε ξεχωριστές περιστάσεις μετέχει στον συλλογικό θρίαμβο. Κάπως έτσι θα είχε ξεκινήσει και το άλλο μπέιμπι μπουμ, αυτό που γέννησε τους σημερινούς πενηντάρηδες στις ΗΠΑ, τα χρόνια μετά τον πόλεμο όταν η πρόοδος κάλπαζε και η αισιοδοξία γινόταν στοιχείο της καθημερινότητας, κι οι άνθρωποι πίστεψαν βαθιά ότι το μέλλον θα είναι φωτεινό. Κι εδώ που τα λέμε δεν είχαν άδικο, κατακτήθηκαν τόσα πράγματα αυτά τα πενήντα χρόνια, όσο και να γκρινιάζουμε. Μακάρι να σκεφτούν ύστερα από πενήντα χρόνια οι νέοι και καρπεροί σήμερα πολίτες του κόσμου, που αφέθηκαν από χαρά στον έρωτα εκείνη την ημέρα, πως άξιζε τον κόπο. Η καθημερινότητα και η εξουσία φθείρουν τα πάντα, αλλά οι μέλλοντες γονείς θα έχουν το παιδί να αγαπούν και να θυμίζει ότι τουλάχιστον για μια νύχτα υπήρξαν σίγουροι για την επιλογή τους.

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Υποδειγματικός ζήλος

Oμολογώ ότι τέτοιο ζήλο δεν έχω διαπιστώσει σε κανέναν άλλο τομέα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης- για να μην πω γενικά στον χώρο των υπηρεσιών αυτής της χώρας. Κάθε- μα κάθε- φορά που παρκάρω σε κάποιο στενάκι του Κολωνακίου ή αλλού στο κέντρο, ξύνοντας με μανία τα χαρτάκια του Δήμου για το πάρκινγκ, να σου και βλέπω μπροστά μου τους δημοτικούς αστυνόμους (δυο-δυο, σαν τους Χιώτες), να ψάχνουν εξονυχιστικά τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων και να κόβουν τις κλήσεις τους. Τέτοια υποδειγματική τυπικότητα στην εκτέλεση του (συγκεκριμένου και μόνον) καθήκοντος με έχει πραγματικά εντυπωσιάσει... Τρία λεπτά είχε αργήσει η συνάδελφος και επέμεναν να της γράψουν τη λυπητερή. «Μα, τρία μόνο λεπτά», διαμαρτυρήθηκε. «Και ένα!», της απάντησε με στόμφο ο δημοτικός υπάλληλος. Τέτοια ακρίβεια, βρε παιδί μου, και τέτοια σχολαστικότητα, είναι για την Ελλάδα πραγματικό θαύμα. Αλλά τόσο μονομερώς... Η Δημοτική Αστυνομία δεν έχει ποτέ, φαίνεται, δει τα αυτοκίνητα που καθημερινά παρκάρουν θρασύτατα σε νευραλγικά σημεία της πόλης, π.χ. στην αριστερή πλευρά της Πανεπιστημίου, στις δυο μεριές της Σόλωνος, στην αριστερή της Ιπποκράτους, δημιουργώντας κομφούζιο, φωνές, καθυστερήσεις και ταχυπαλμίες. Δεν έχει φαίνεται ποτέ παρατηρήσει ούτε τα σταθμευμένα, φαρδιά-πλατιά αυτοκίνητα και τις μοτοσυκλέτες πάνω στους πεζόδρομους- που μόνο πεζόδρομοι δεν είναι. Ούτε τα κάθε λογής οχήματα να φράσσουν τις ράμπες των αναπήρων. Εκεί, όμως, δεν έχει παρκοθέσεις- γιατί, αλήθεια, να ενδιαφέρει; Ο πρώτος Δήμος της χώρας δεν θα έχει προφανώς, επίσης, ποτέ δει τα σπασμένα και επικίνδυνα για τα πόδια μας πεζοδρόμια σε όλη την επικράτειά του, ούτε τις καρέκλες από τις καφετέριες να εμποδίζουν τη διάβαση στους πεζούς. Και μάλλον θα πιστεύει ότι έχει κατορθώσει να επιδείξει στους κατοίκους και στους επισκέπτες μια καθαρή πόλη. Θεωρεί, λοιπόν, ότι όλα βαίνουν καλώς στην πρωτεύουσα και αποκλειστικό μέλημά του είναι να μαζέψει τα φράγκα. Είδα τυχαία ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ από τη Βόρεια Ελλάδα, με τους Θεσσαλονικιούς να αγανακτούν για τα τσουχτερά πρόστιμα και την έλλειψη πάρκινγκ. Δημότες- Βόρειοι και Νότιοι- ενωθείτε!

Κίτρινος κίνδυνος

Στη Σταδίου ανέβαιναν οι λιμενεργάτες συντεταγμένοι. Παρέλαση κανονική, με επικεφαλής την ελληνική σημαία. Κράνη στο κεφάλι, γιλέκα κίτρινα πάνω από τα ρούχα, στολές εργασίας δηλαδή και πίσω πλήθος από μαύρες σημαίες. Μπερδεμένη μαυρίλα. Πατριωτισμός σαν ξεχασμένο φύκι σε βρώμικα νερά. Κινέζοι στο λιμάνι; Που άλλο δεν βρίσκω τρελή να μ΄ έχει κάνει; Θα μου πεις, λιμάνι είναι, όλος ο κόσμος καταπλέει. Ναι, μα Κινέζοι; Αυτοί που δεν ήξεραν τι θα πει αυτοκίνητο πριν λίγα χρόνια; Που είχαν τις λεωφόρους τους γεμάτες ποδήλατα; Που δεν τους περίσσευε ένα πιάτο ρύζι να φάνε; Που τους έβλεπες μικροσκοπικούς και περνούσαν από τις τρύπες, και άντεχαν τα πάντα, και δούλευαν με τα μάτια σιωπηλά, και έσκυβαν το κεφάλι και δεν μιλούσαν. Και δεν τους έπιανε το μάτι σου, ενώ το δικό τους κατέγραφε, σκανάριζε, αποτύπωνε, παρήγαγε φτηνές απομιμήσεις, μέχρι που καζάντισε και μισθώνει αληθινό Πειραιά. Το λιμάνι που τρελαίνει, το λιμάνι της αγωνίας, κ.λπ. Και πραγματικά δεν βρίσκεις όσο κι αν ψάξεις άλλο λιμάνι έτσι να σε τρελάνει. Το κίτρινο γιλέκο των λιμενεργατών θυμίζει κίτρινο κίνδυνο. Ναι, μα «κίτρινο κίνδυνο» δεν έλεγαν κάποτε τους Κινέζους; Παλιά, πολύ παλιά, τότε που οι Ευρωπαίοι κατέστρεφαν τις κινέζικες πορσελάνες των ανακτόρων τους με τόση μανία που δεν πρόλαβε τίποτα να βρει ο Μάο να καταστρέψει κι εκείνος. Πολύ μπλέξαμε με τους παλιούς φόβους και τις καινούργιες καταστάσεις. Και πώς να το πεις τώρα αυτό, ιδιωτικοποίηση; Που ήρθε κοτζάμ πρόεδρος της χώρας για την παραλαβή, ηγέτης ενός δισ. ανθρώπων; Βουτώντας σε όλα οι λιμενεργάτες έπιασαν τις σημαίες. Το κέντρο της Αθήνας τούς υποδέχτηκε με επάρκεια αστυνομίας και δακρυγόνων. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, όπως έλεγε και κάποιος που τον έχουν οι Κινέζοι κορώνα στο κεφάλι τους.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

Το δράμα πουλάει όσο και τα Μanolo

«Η κρίση; Ποια κρίση, αγάπη μου; Περίμενα μισή ώρα στο ταμείο της Louis Vitton για να πληρώσω. Πήγα να πάρω ένα ζευγάρι Μanolo Βlahnik που είχα δει την προηγούμενη εβδομάδα και δεν υπήρχαν νούμερα. Ποια κρίση;». Δεν είναι απορία της Sarah Jessica Ρarker σε ένα υποθετικό επεισόδιο του «Sex and the City». Ήταν η πρώτη αγανακτισμένη αντίδραση και η εύλογηόπως προέκυψε από τη ροή της κουβέντας- απορία μιας ξανθιάς κυρίας με καμπαρτίνα Βurberry΄s που συνάντησα την προηγούμενη εβδομάδα. «Και δεν σας έχει επηρεάσει καθόλου η παγκόσμια κρίση; Έστω ψυχολογικά... Μέχρι και ο Αμπράμοβιτς έχει χάσει πολλά λεφτά...», έκανα το λάθος να τη ρωτήσω. Υπερβολικό το παράδειγμα, σχεδόν ατυχές, σκέφτηκα με το που ξεστόμισα την ερώτηση. Κι όμως, είχα χτυπήσει φλέβα χρυσού. «Ε, όχι. Ομολογώ ότι κάνουμε κάποιες περικοπές με τόσα που ακούμε στην τηλεόραση», μου είπε με πλήρη ειλικρίνεια. «Αποφασίσαμε να κόψουμε τα ταξίδια. Δεν είναι ότι δεν έχουμε χρήματα, απλώς είναι προκλητικό σε χαλεπούς καιρούς». Δεν ήξερα τι να κάνω. Να γελάσω ή να πω κάποια συγκαταβατική ατάκα συμπαράστασης; Η ξανθιά κυρία είχε συμπυκνώσει με τον πιο εύστοχο, ή μάλλον αστείο τρόπο, αυτό που παρατηρούσα σε όλα τα τελευταία ρεπορτάζ για την κρίση που είχα κάνει: ότι τελικά τα μίντια έχουν μια τάση υπερβολής. Προεξοφλούν τις συνέπειές της και προκαλούν- ακόμη και σε όσους δεν έχουν επηρεαστεί- φόβο. Η κυρία που αγόρασε Louis Vitton σίγουρα δεν έχει γίνει φτωχότερη. Κι όμως, ένιωθε έτσι. Το ίδιο και μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα των Ελλήνων που ανησυχούν για το μέλλον και περιορίζουν κάποια έξοδα, χωρίς όμως η κρίση να έχει αγγίξει στο πορτοφόλι τους. Και το παραδέχονται. Αν μάλιστα συζητήσεις λίγο μαζί τους, δεν θα διστάσουν να επισημάνουν- και όχι άδικα- ότι χάριν θεαματικότητας και κυκλοφορίας τα Μέσα καταφεύγουν στην εύκολη λύση: τον εντυπωσιασμό. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, την καταστροφολογία, αφού το δράμα πουλάει, όσο και τα Μanolo.

Κάνε το σταυρό σου και προχώρα

Δεν είναι ανακρίσεις και έρευνες αυτά που παρακολουθούμε τόσες μέρες, δεν είναι προσπάθεια απονομής δικαιοσύνης. Δεν είναι καν θέατρο παραλόγου, είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, είναι εντατικό οικονομικό φροντιστήριο. Στην ουσία παρακολουθού- με μαθήματα αντιμετώπισης της κρίσης. Ακόμα κι αν οι τράπεζες όλες φαλιρίσουν, η Ελλάδα έχει τις λίμνες. Θα βρεθεί κάποιο χρυσόβουλο να αναγνωρίζει ότι δόθηκαν σε μοναστήρια, ναούς, εκκλησίες, θα βρεθεί κάποια εκκλησία να θελήσει να τις ανταλλάξει με τόσα δημόσια ακίνητα που ακόμα περισσεύουν. Κι αν εξασφαλίσεις τα συμβόλαια της ανταλλαγής δεν θα βγεις χαμένος, άσε που και η Παναγία αυτοπροσώπως θα σε φυλάει στο εξής από κάθε πτώση του Χρηματιστηρίου. Κι αν γνωριστείς με τους δικηγόρους που είναι στο νταραβέρι, όλο και κάτι θα βγάλεις. Κάνε το σταυρό σου και προχώρα. Και με τους γραμματείς τους που ίσως υπήρξαν καλλιτέχνες νυχτερινών κέντρων, όπου και εκεί βρίσκεται στάδιο δόξης. Και οι νομάρχες έχουν πολλές ανάγκες και μια αστείρευτη πηγή πλούτου, αν καταφέρεις να είσαι κοντά εκεί όπου κυκλοφορούν, να κρατάς μια μπέρτα, ένα ψαλίδι που κόβουν κορδέλες, ένα μαχαίρι για πίτες, κάτι τέλος πάντων. Ευελιξία χρειάζεται, να αρπάζεις τις ευκαιρίες, αλλά με τον ελληνικό τρόπο. Αυτός ο τόπος έχει πολλά βουνά, πολλά νερά ακόμα, ας έγινε ο Κηφισός λεωφόρος (και τι λεωφόρος, πάντα κλειστή), πολλά στοιχεία πατριδογνωσίας να ανταλλαγούν με δημόσια ακίνητα, που κι αυτά δεν λείπουν. Στριμώξου στον σωστό πρόναο. Φροντιστήριο ελπίδας αυτή η Επιτροπή, πώς τη λένε, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, από το χώμα της και το νερό της αναδύεται νέα και φλογερή, έχει και τόσα βουνά, μέχρι να αποδώσουν έχουμε καιρό, μην απελπίζεστε. Προπάντων να μην πείτε ότι η φαντασία σας εξαντλήθηκε, μην αφήσετε των άλλων μόνο να αφηνιάζει.

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Το παλιό μου κασκόλ

Σ΄ όποιον δεν δίνει ο Θεός παιδιά, του δίνει ο Διάολος πολλά κασκόλ. Το πιο καινούργιο μου το έχασα τις προάλλες από το στριμωξίδι σε μια μικρή μουσική σκηνή της Αθήνας όπου έκανε την πρώτη της περφόρμανς μια πιτσιρίκα, κόρη φίλων μου, χαλάλι της και τα υπόλοιπα. Τον βρόχο που συντηρώ χρόνια τώρα τον πήρε και τον σήκωσε με τη μια ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι- μα πώς τα καταφέρνουν τα διαβολόπαιδα και εκτίθενται έτσι, φόρα παρτίδα, χωρίς την παραμικρή κρίση αγοραφοβίας; Εμείς στην ηλικία τους πού να σταθούμε στη μέση της σκηνής χωρίς να ιδρώσει η πατούσα μας και η καρδούλα μας να χάσει τον ρυθμό της και να πάρει ανάποδες. Άσε δε τα περί δημιουργικότητας και προσωπικής έκφρασης. Όσα δεν μας ροκάνισαν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά των γονιών μας, τα έκαναν μια χαψιά οι πολιτικές νεολαίες. Από αυτής της απόψεως και μόνον, συγχαίρω τη μαμά της δωδεκάχρονης Λένας που της επιτρέπει να παίζει σαξόφωνο μέρα μεσημέρι κι ας ωρύονται διαχειριστής και τα κάτω διαμερίσματα. Σφίγγω επίσης το χεράκι του δεκαπεντάχρονου Στέλιου που συνομιλεί με το μπάσο του όποτε του καπνίσει, χαιρετίζω και συμπαρίσταμαι στον μπαμπά του προέφηβου ντράμερ Γιώργου και τον προτρέπω να συνεχίσει να αγνοεί τα απειλητικά σημειώματα που βρίσκει κάθε μέρα κολλημένα στην πόρτα του ασανσέρ: «Κύριε Κώστα, ο γιος σας είναι γαϊδούρι».

Ένα ζωντανό μνημείο

Με τις πρώτες βροχές, και τις δεύτερες, και τις τρίτες, τρέμει το φυλλοκάρδι της πολυκατοικίας. Είναι του 55, κομμάτι άξιο να ανθολογηθεί, μοναδική στο είδος της αρχιτεκτονικά και χωροταξικά, αλλά θεμελιακά μοιάζει με πολλές, από ό,τι λένε. Τότε δεν υπήρχε δίκτυο αποχέτευσης στον δρόμο. Επίσης, υπήρχε νόμος που απαγόρευε τις υπόγειες κατοικίες και επέτρεπε τις αποθήκες. Ο κατασκευαστής έφτιαξε 8 (οκτώ) υπόγεια διαμερισματάκια και έναν σωλήνα αποχέτευσης που έβγαζε σε αχαρτογράφητα υπόγεια νερά. Δέκα χρόνια μετά ήρθε το αποχετευτικό δίκτυο της ΕΥΔΑΠ, ένα μέτρο ψηλότερα. Τριάντα χρόνια μετά κανείς δεν έμενε στα υπόγεια, αλλά ούτε σκέφτηκε να τα αχρηστέψει. Πενήντα χρόνια μετά τα υπόγεια κατοικήθηκαν ξανά, από μετανάστες. Οι κληρονόμοι του κατασκευαστή, μαζί με μεγάλη περιουσία πήραν κι αυτά τα ανήλιαγα κελιά και δεν τους πείραξε να βγάλουν κάτι. Εξήντα χρόνια μετά ο πρώτος αγωγός είχε εντελώς καταστραφεί. Έγινε καινούργιος, πιο βαθύς από της ΕΥΔΑΠ, λόγω υπογείων, με μηχανική αντλία. Όλα τα είχε η Μαριορή, απέκτησε κι από αυτό. Αλλά οι παράνομες κατοικίες είναι στο έλεος της διαφοράς επιπέδου και πάντα κινδυνεύουν. Ποιος φταίει άραγε για την κατάσταση; Η πολιτεία είχε κάνει νόμο, άρα δεν φταίει. Δεν είχε κάνει δίκτυο, αλλά πόσα να προλάβει κι αυτή; Ο μηχανικός παρανόμησε, αλλά όλοι έτσι έκαναν τότε. Ποιος ήταν αυτός που θα πήγαινε κόντρα στο ρεύμα, να βγει από την πιάτσα, να γίνει νούμερο;. Η ΕΥΔΑΠ έκανε ψηλότερα τον αγωγό, δεν είχε υποχρέωση να καλύψει παρανομίες. Κανείς δεν φταίει. Μόνο οι μετανάστες που μένουν εκεί και πρόθυμα δίνουν νοίκια. Δεν μας αφήνουν να προοδεύσουμε. Χωρίς αυτούς θα τα αφήναμε να πλημμυρίσουν. Θα είχαμε μια ωραία υπόγεια δεξαμενή, ένα ζωντανό μνημείο της μεταπολεμικής οικοδομικής ιστορίας.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

«Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις,… ΠΟΝΗΡΕ ΠΟΛΙΤΕΥΤΗ» (Διονύσης Σαββόπουλος)

Μήνες τώρα, σχεδόν χρόνος, γιατί όχι, χρόνια τώρα, ολόκληρη η πολιτική και η κοινωνική ζωή βοθρίζεται (κυλιέται στο βόθρο) μέσα στα σκάνδαλα. Νέοι φερέλπιδες πολιτικοί, της Ν(έας) Δ(ιακυβέρνησης), του κήρυκα του «σεμνά και ταπεινά», απεδείχθησαν, πολλαπλασίως καπάτσοι και πλέον αετονύχηδες και μακροχέρηδες και πιο αλαζόνες και αναιδείς, από τους χειρότερους της εκσυγχρονιστικής διαχείρισης. Σε λιγότερο από πέντε χρόνια, ετούτοι έμαθαν (οξύνοες; Παλιά μου τέχνη κόσκινο;) όλες τις καλπουζανιές, τα κόλπα, την κάλπικη διαχείριση της εξουσίας, προς ίδιον συμφέρον, που στους άλλους πήρε, σχεδόν, είκοσι χρόνια για να τα μάθουν. Δομημένα, κουμπάροι, νταβατζήδες, Ζήμενς, βατοπέδια και βατοπαιδία πνευματικά. Υπουργός-αναψυκτηριούχος, φιλάνθρωπος Μαικήνας, αναξιοπαθούντων Ινδών. Υπουργός-επιχειρηματίας, (κότερο, πλήθος διαμερισμάτων), δηλώνει «ευθαρσώς» πλούσιος και επαίρεται διότι αυτή του η ιδιότης τον καθιστά, λέει, άτρωτο στο δέλεαρ της κατάχρησης της εξουσίας! Ο Δούξ της Βιστωνίδος, υπογράφει την παραχώρηση μέρους του λιμναίου δουκάτου του στον αναιδή Εφραίμ-καλόγερο, πνευματικό πατέρα πλείστων όσων, τρανών (πρώην, νυν και αεί). Αλαζών υπουργός της επικρατείας, εκλαμβάνει τους πολίτες ως ηλιθίους υπηκόους και τους δημοσιογράφους ως μικρόνοες υποτελείς, ή μήπως και επιτελείς (;), της κυβερνητικής προπαγάνδας. Κι ο κόσμος, οι άνθρωποι που οικίζουν το κενό αυτής της χώρας, την οποία οιακίζει (κυβερνά. Οίαξ: τιμόνι, δοιάκι), εδώ και πέντε, σχεδόν, χρόνια η Ν(εα) Δ(διακυβέρνηση), αισθάνονται: Παρίες. Ξένοι, στον τόπο τους. Πελαγωμένοι. Αδύναμοι. Φθαρμένοι κι αυτοί και διεφθαρμένοι, από φθαρμένους και διεφθαρμένους κυβερνήτες. Ο Εργάτης, μεροδούλι μεροφάι, κάθε μέρα στο λεωφορείο αξημέρωτα, κοιτάζει πώς θα τα φέρει βόλτα, κάνοντας δυο και τρεις δουλειές. Ο υπάλληλος, μισθοσυντήρητος, μουτζουρώνοντας χαρτιά, σε μια δουλειά που ποτέ δεν αγάπησε, προσπαθεί να επιβιώσει. Δεν ζει. Ο άνεργος, στοιβάζεται στην ουρά για μια πρόσκαιρη απασχόληση, που τη βαφτίσανε stage για να κρύψουν πως σημαίνει ανακυκλούμενη ανεργία. Ο νέος, μισεί το σχολειό, το πανεπιστήμιο. Που τον μισεί. Και αδιαφορεί, όταν δεν ξεφεύγει στο περιθώριο. Οι δάσκαλοι, ανήμποροι, πια, να εκπαιδεύσουν και να εμπνεύσουν, (με τρεις κι εξήντα για την παιδεία, τι εκπαίδευση να κάνουν; Πώς να εμπνευστούν και να εμπνεύσουν;), «τους ανήλικους παίρνουν στον ώμο/ ενώ κι αυτοί ψάχνουν τον δρόμο» (Διονύσης Σαββόπουλος.) Ο γέροντας ψωμοζεί με μια σύνταξη, που, όταν την πάρει, η διεύθυνσή του έχει αλλάξει σε: Αγίου Πέτρου, Παράδεισος. (Μόνο στον Παράδεισο μπορεί να πάει με τέτοια σύνταξη). Κι αν την πάρει, τη σύνταξη, τα λεφτά έχουν τελειώσει την πρώτη βδομάδα. Γιατί ο κύριος διοικητής της ΔΕΚΟ, ο δείνα Αθανασόπουλος, του τάδε ευγενούς ταμείου, σοδιάζοντας 4 με 5 χιλιάρικά ευρώ το μήνα, ο χρυσοκάνθαρος, πρέπει να αυξήσει τα έσοδα της εταιρίας του, αυξάνοντας τα τιμολόγιά της, τις εισφορές, τα έσοδά της, να βάλει και «ρήτρα ρύπανσης» στο πορτοφόλι των πελατών του, για τις βρωμιές που η επιχείρησή του εκπέμπει, για να καλύψει τα ελλείμματα, που αυτός και τα χρυσαγόρια του έχουν δημιουργήσει και να τσεπώσει αυτός και τα χρυσαγόρια του τον παχυλό μισθό και τα bonus. «Και συ πήδα μαϊμού/ φουκαριάρα μαϊμού/ γερασμένη» (Διονύσης Σαββόπουλος). Και συ λαέ βασανισμένε, πάντοτε ευκολόπιστε και πάντα προδομένε; Θα τα ανέχεσαι όλα αυτά; Να σου κλέβουν το ψωμί και τη σύνταξη; Να σε περιφρονούν και να σε θεωρούν μια ψήφο μέσα στην κάλπη; Με αντάλλαγμα ανεκπλήρωτες, προεκλογικές, υποσχέσεις; Να σε ταπεινώνουν; Να σε λοιδορούν οι χρυσοκάνθαροι, οι λιμασμένοι για χρήμα και εξουσία; Φτάνει πια! Δεν πάει άλλο! Γίνε Δήμος που την πόλη δυναμώνει: Δήμος την πόλιν κρατύνει. Γίνε πολίτης-οπλίτης της Δημοκρατίας σου, που απαιτεί και διακηρύσσει, με τη φωνή του Περικλή των Αθηναίων, ανά τους αιώνας: ─ «Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στο νόμο: μέτεστι δε κατά μεν τους νόμους… πάσι το ίσον)». ─ «Για τα δημόσια αξιώματα προτιμούνται όχι εκείνοι που ανήκουν σε μια ορισμένη τάξη, αλλά εκείνοι που είναι ικανοί και τα αξίζουν: κατά δε την αξίωσιν,… ουκ από μέρους το πλείον ες τα κοινά ή από αρετής προτιμάται)». Ακούτε πρασινογάλαζοι ρουσφετολόγοι; ─ «Ο πλούτος είναι για μας αφορμή για έργα και όχι αιτία για κομπασμό και λόγια: πλούτου τε έργω μάλλον καιρό ή λόγου κόμπω χρώμεθα». Ακούτε επιχειρηματίες-Υπουργοί; ─ «Αγαπάμε το ωραίο και μένουμε απλοί: Φιλοκαλούμε μετ ευτελείας». Ακούτε αλαζόνες πρασινογάλαζοι και ροζ καλαμοκαβαλάρηδες; Σπουδαιογελοίοι; ─ «Έχουμε πολίτευμα που δεν ζηλεύει τίποτα από τα πολιτεύματα των άλλων και πιο πολύ είμαστε παράδειγμα παρά μιμούμαστε τους άλλους: χρώμεθα γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους. Παράδειγμα δε μάλλον αυτοί όντες ή μιμούμενοι εταίρους». Ακούτε Ευρωπαιόπληκτοι παγκοσμιοχτυπημένοι; Δεν τα μάθατε ακόμη τα μαντάτα, τα εξ Εσπερίας; Η μετανεωτερικότητα πνέει τα λοίσθια και η ελεύθερη, ασύδοτη, αγορά, άπληστα φουσκωμένη, εξερράγη, αυτοαπορρυθμιζόμενη. Σκορπίζοντας θύματα, παγκοσμιοποιημένα, παγκοσμίως. Και ο Πλανητάρχης-Σπουδαρχίδης, αποχωρεί με την κατακραυγή και των συμπατριωτών του (δεν είναι όλοι οι Αμερικανοί, αμερικανάκια). Που τώρα φωνάζουν «αλλαγή». «Vote for mavro. The other one’s malaka: ψηφίστε τον μαύρο ο άλλος είναι μαλάκας». Οι Αμερικανοί πολίτες, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος, ψήφισε το όραμα, την ελπίδα, την αλλαγή του «μαύρου» Ομπάμα, μπας και δει άσπρη μέρα. Καταδίκασε τον κυνισμό και τη μικρόνοια του θάμνου (bush). Ένα κράτος που σάπισε πριν καν ωριμάσει, αναζητεί φρέσκο χυμό στις ρίζες του, για να δώσει ανθρώπινους καρπούς. Να ξεχάσει το Ιράκ και τη Γιουγκοσλαβία (αν ποτέ το έγκλημα ξεχνιέται). Να ξαναβρεί την έννοια του συμμάχου. Να ξαναγίνει μεγάλη δύναμη κι όχι παγκόσμιος δυνάστης. Το πόσο θα τα καταφέρει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, εξαρτάται και από το στρατιωτικό-βιομηχανικό κατεστημένο της χώρας του. Πάντως, στους συμπολίτες του, για την ώρα, αναπτέρωσε την ελπίδα. Ας ξανακάνουμε, λοιπόν, κι εμείς, όλοι μαζί (πολίτες και πολιτικοί), με λογισμό και όνειρο, την πατρίδα μας, εκπαιδευτήριο για όλους. Τόπο, που, πολίτες ελεύθεροι, αυτάρκεις θα αγωνίζονται για την ατομική τους προκοπή και το κοινό συμφέρον. Ελευθερία δεν είναι να κινείσαι «ελευθέρα» μέσα στον ορίζοντα που σου έχουν ορίσει. Να μεγαλώνεις και να διευρύνεις τον ορίζοντα, είναι η ελευθερία σου, που πρέπει να την κερδίσεις. «Δεν επιτρέπεται να παραμένει ο άνθρωπος πάνω σ’ αυτήν τη γης με τα τέσσερα» (Ο. Ελύτης) Κι αυτά όλα δεν είναι προγονολατρείες και κομπασμοί προγονοπλήκτων, αρχαιολάγνων. Το έπος της Ελλάδας συνεχίστηκε. Απόδειξη, οι άνθρωποι που έφτιαξαν αυτήν τη νεοελληνική Πατρίδα. Οι Μαχητές της: Αρματολοί και Κλέφτες. Καραϊσκάκηδες, Κολοκοτρώνηδες, Αθανάσιοι Διάκοι και άλλοι, τότε. Οι σαλπιγκτές του «ΑΕΡΑ», στο αλβανικό έπος, που έκαναν τον Τσόρτσιλ να διακηρύσσει: «μέχρι τώρα λέγαμε πως οι Έλληνες πολεμούσαν σαν ήρωες, τώρα θα λέμε πως οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», και τα «τα παιδιά που τα έλεγα αλήτες», της κατοχής. Οι Ποιητές της, κι αυτοί που την τραγούδησαν: Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, και τόσοι άλλοι. Όλοι αυτοί έφεραν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Ελληνική. Ατόφια. Αυτοί δεν φράγκεψαν. Κανείς τους δεν στραβώθηκε από το φως της Εσπερίας (Δύσης). Διαφέρουμε από τους Ευρωπαίους, και οι νεοέλληνες, χωρίς να σημαίνει πως είμαστε κατώτεροι ή ανώτεροι. Έχουμε την ιδιοπροσωπία μας. Το δικό μας, νεοελληνικό πρόσωπο, που στα χαρακτηριστικά του φέγγει το φως της Ακρόπολης. Κι ας το έχουν καταφάει, αυτό το πρόσωπο, τα μαλάματα του παγκοσμιοποιημένου τίποτα. Κι ας το έχει αλλοιώσει, αυτό το πρόσωπο, η νεοφιλελεύθερη ασύδοτη και αυτοαπορρυθμιζόμενη (τα είδατε τα πρόσφατα κατορθώματά της και τα golden boys σφουγγοκώλια της) αγορά. Κι ας το έχει σκάψει, αυτό το πρόσωπο, το ξεπούλημα της γης, της χώρας, της ιστορίας, της φυσικής ομορφιάς, αυτού του τόπου, που το βάφτισαν επενδύσεις. Πρόσωπα σπαταλημένα. Πρόσωπα που λεηλάτησαν τη ζωή μας. Την ελπίδα μας για ένα καλύτερο αύριο. Καιρός να ξαναγίνουμε άνθρωποι. Να σταματήσουμε να ζούμε «μια ζωή ψυχρή ψαρίσια». (Σεφέρης). «Ας ξαναμπαρκάρουμε έστω και με τα κουπιά σπασμένα» (Σεφέρης) Οι ποιητές χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό. Για να ονειρευτούμε, ξανά. Να ανασάνουμε καθαρό αέρα κι όχι τον μολυσμένο του Αθανασόπουλου. Να ξαναμυρίσουμε την ευωδιά του δάσους και όχι του καμένου δέντρου. «Όλοι μπορούν να σκεφτούν λογικά: Ξυνόν έστι πάσι το φρονέειν», φωνάζει ο Ηράκλειτος. «Δεν πρέπει να ενεργούμε και να μιλάμε σαν κοιμισμένοι: Ου δει ώσπερ καθεύδοντας ποιείν και λέγειν», προειδοποιεί ο Ηράκλειτος. Τ’ ακούσατε κύριε Πρωθυπουργέ; «Αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο δεν πρόκειται να βρεις: Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει.», σου δίνει ελπίδα ο Ηράκλειτος. Τ’ άκουσες λαέ μου «ευκολόπιστε και πάντα προδομένε»; Ψάξε, και βρες τους ηγήτορές σου, τους πολιτικούς σου, που νοιάζονται για σένα. Υπάρχουν. Διάλεξέ τους. Κλείσε τ’ αυτιά σου στους σοβαρογελοίους πολιτικάντηδες. «Και μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν Φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν»

Απόλυτη διαγραφή

Ποιες εισπρακτικές εταιρείες; Εγώ θέλω να «καταγγείλω» τις... διασκεδαστικές εταιρείες. Σταματήστε επιτέλους να με καλείτε σε πάρτι! Και μάλιστα με γραπτά μηνύματα. Πραγματικά, δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό - ειδικά σε μένα. Εδώ, στο Βασίλειο της Αιώνιας Λερωμένης Πάνας απ όπου σας γράφω τα τελευταία δύο χρόνια, κάθε τόσο οι ασχολίες μου διακόπτονται από το επίμονο «μπιπ» του γραπτού μηνύματος. Ελπίζω -ματαίως- ότι το SMS έρχεται από μια φίλη που μου στέλνει ένα ζουμερό κουτσομπολιό, μία πρώην που με θυμήθηκε έτσι στο άσχετο ή κανέναν κολλητό που μου στέλνει χαιρετίσματα από κάποια μακρινή χώρα. Τζίφος: Τέσσερις φορές στις πέντε είναι ένα γραπτό μήνυμα από κάποιο χοροπηδηχτάδικο το οποίο με ειδοποιεί για τα εξής συγκλονιστικά: α) Ανοίγει σε λίγες μέρες β) ανοίγει απόψε και με περιμένει και γ) άνοιξε και -επίσης- με περιμένει. Ολα αυτά τα κέντρα μού είναι εντελώς άγνωστα, αλλά πιο άγνωστοι μου είναι οι διάσημοι ντι-τζέι που υποτίθεται ότι ετοιμάζονται να «απογειώσουν» τις «κρυστάλλινες νύχτες μου». Γιατί μου γράφουν; Πού βρήκαν το κινητό μου; Γιατί, ας πούμε, η μάνα μου και η πεθερά μου δεν παίρνουν ΠΟΤΕ μηνύματα για τρελές «ντανς» νύχτες στο κλάμπ Φίκι-Φίκι με τον διάσημο ντι-τζέι Φλούφλι; Γιατί τα μηνύματα στοιχίζουν, και η μαμά και η πεθερά μου (τυχερές) δεν είναι στη λίστα κανενός δημοσιοσχετίστα προχωρημένου χορευτάδικου. Σβήστε με από τις λίστες σας, παρακαλώ: Και αυτές των ντανς κλαμπ και τις άλλες, τις τρισχειρότερες: Αυτές που με βομβαρδίζουν με μηνύματα ότι «κάπου υπάρχει το άλλο μου μισό», και να στείλω απάντηση «κενό» αν θέλω να το συναντήσω. Δεν θέλω να συναντήσω ούτε το κενό ούτε το άλλο μου μισό, ούτε κανέναν κερατά. Δεν θέλω να ζήσω «κρυστάλλινες» νύχτες αγκαλίτσα με το ντι-τζέι Φλούφλι. Είμαι κομπλέ, είμαι αλλού, είμαι μεσόκοπος! Πώς πρέπει να σας δώσω να το καταλάβετε αυτό; Υπάρχουν «εταιρείες διαγραφής ονόματος»; Και πώς μπορώ να προσλάβω μία;

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Ο εκβιαστής της διπλανής πόρτας

Χαλάει ο κόσμος από τις αποκαλύψεις, τις συγκαλύψεις και τις επικαλύψεις. Στις εθνικές επιτροπές πηγαινοέρχονται τα λαθραία ντιβιντί με ρυθμό πίτσας ντελίβερι σε αγώνα μπαράζ. Κι εμείς, οι άσχετοι, παρακολουθούμε ζαλισμένοι, και ολίγον απογοητευμένοι. Λίγο μας ενδιαφέρει ποιος μόνταρε τι, ποιος το έδωσε σε ποιον, τι ψήφιζαν οι εκβιάζοντες και τι οι εκβιαζόμενοι. Λίγο μας ενδιαφέρει πώς λέγονται, σε ποια πόλη ζουν, και πού θα καταλήξει η ιστορία τους. Αν καταλήξει. Αυτό που στην πραγματικότητα βλέπουμε (εμείς οι άσχετοι με τα εφραιμικά, τα μοναστηριακά και τα οικοπεδικά) είναι ότι υπάρχει κρίση και στην... απατεωνιά. Είναι αυτοί που βλέπουμε πρωταγωνιστές σε ελληνικό σκάνδαλο που σέβεται τον εαυτό του; Πού είναι οι υπερπαραγωγές, τα τρανταχτά ονόματα, πού είναι τα εφέ, τα κοστούμια, τα μπαλέτα; Κάτι ανώνυμοι τύποι περιφέρονται σε κάτι πανάθλια γραφειάκια. Κάτι στενόχωροι άνθρωποι, κάτι ψιλικατζήδες Ιζνογκούντ, που την ψώνισαν ότι πάνε για το μεγάλο κόλπο και το μόνο που καταφέρνουν είναι να τους τραβάει η...κάντιτ κάμερα του Ευαγγελάτου, μαζί με τους ψύλλους στα στρώματα και τα χαλασμένα προφυλακτικά. Πάει, χάλασε και η διαφθορά: Σκέτη λαϊκάντζα, μπιθουλία και τσοκαρία, που έλεγε σουφρώνοντας τη μύτη της και το είδωλό μου, η μαντάμ Σουσού. Πιο παλιά λέγαμε «διαπλεκόμενα», λέγαμε «εκβιασμοί» και «μίζες» και είχαμε άλλες εικόνες στον νου μας. Πιο γκλαμουράτες: Κότερα, σκοτεινοί μεγαλοεπιχειρηματίες με πανάκριβα κοστούμια και θεληματικά πηγούνια, πλαισιωμένοι πάντα από σωματαράδες μαφιόζους και απαραιτήτως μία σατανική ξανθιά-δηλητήριο να σιγοντάρει την ίντριγκα. Τώρα; Τώρα πλήττουμε ανακαλύπτοντας ότι οι «διεφθαρμένοι» μπορούν να είναι (και συχνά είναι) συνηθισμένοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Με παραπανίσια κιλά, ιδρωμένα ρούχα, και χωρίστρα-δάνειο στο μαλλί. Σκέτη μελαγχολία. Περισσότερη προσοχή στις λεπτομέρειες, παρακαλούμε, γιατί κινδυνεύουμε όλοι να γίνουμε...έντιμοι: Αν όχι για άλλους λόγους, σίγουρα για λόγους αισθητικής.

Η στιγμή της αήθειας

Ο καθένας από μας έχει διαφορετικά γούστα, διαφορετικές αντοχές και διαφορετική αισθητική. Εχουμε τα όριά μας, που λέμε. Παρατηρώ, όμως, ότι με τα χρόνια αυτές οι αντοχές, αυτά τα όρια, γίνονται όλο και πιο θολά. Υπάρχει συγκεκριμένο τηλεοπτικό παιχνίδι που παίζεται αυτή την εποχή, για το οποίο πιστεύω ακράδαντα ότι αν προβαλλόταν πριν από δέκα χρόνια, θα προκαλούσε τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις. Κι όμως, σήμερα παρουσιάζεται στην αγορά ψυχαγωγίας σαν ακόμα μία «επιλογή». Μεγάλη παγίδα αυτή η δήθεν «επιλογή». Με τη θέλησή τους πάνε οι παίχτες και ξεπουλάνε (κυριολεκτικά) τη μάνα τους για μερικά χιλιάρικα στην κρεατομηχανή του φιλοθεάμονος κοινού. Με τη θέλησή τους πηγαίνουν και γίνονται ρεζίλι των σκυλιών αδαείς, αγαθοί άνθρωποι, που τους βάζουν να γαβγίζουν στις αρένες των «ζωντανών» τηλε-κολαστηρίων. Με τη θέλησή τους τα βλέπουν οι τηλεθεατές, δεν τους βάζει κανείς το μαχαίρι στον λαιμό! Αυτό το επιχείρημα της «ελεύθερης επιλογής» εμένα με τρελαίνει. Στη Ελλάδα δεν έχεις το δικαίωμα, ας πούμε, να επιλέξεις αν θα θαφτείς ή αν θα καείς όταν με το καλό εγκαταλείψεις τα εγκόσμια. Δεν έχεις το δικαίωμα να κατοχυρώσεις νομικά και κοινωνικά τη σχέση σου αν είσαι ομοφυλόφιλος. Δεν θα έχεις το δικαίωμα (από του χρόνου) να επιλέξεις ένα εστιατόριο καπνιστών από ένα μη καπνιστών, αφού («για το καλό σου») όλα θα είναι υποχρεωτικά άκαπνα. Απαγορεύεται να πουλήσεις το αίμα σου για χρήματα, μπορείς όμως άνετα να πουλήσεις την αξιοπρέπειά σου. Αν βγαίνει άκρη; Αν βγαίνει συμπέρασμα; Συμπέρασμα; Δύσκολα. Σκόρπιες σκέψεις μόνο, για το πόσο η «στιγμή της αλήθειας» του καθενός μας είναι στην πραγματικότητα μια λεπτή γραμμή ορίων, που τα παραχωρούμε, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, κάθε μέρα και πιο πολύ, στον χειρότερό μας εχθρό: Τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας.

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Στο πάρτι της Ελενίτσας

Είναι να «το ΄χει» το παιδί και η Ελενίτσα- της φίλης μου της Μαίρης- «το ΄χε» από την ώρα που γεννήθηκε. Αυτή, λέγαμε εμείς όταν ήταν μικρότερη, ήρθε σε τούτο τον κόσμο για να σπείρει τον πανικό σ΄ όλη την ανδρική κοινότητα- τέτοια γλύκα, τέτοιο χαμόγελο, τόση ανεπιτήδευτη γοητεία! Όμορφη, με την κλασική έννοια του όρου, δεν θα την έλεγες. Τύπο, ναι. Με προσωπικότητα, ναι. Με ευστροφία και- ενίοτε- κρίση μεγάλης, επίσης. Ενίοτε, είπαμε. Γιατί, μην ξεχνιόμαστε, στα 14 είσαι σχεδόν παιδί. Και η Ελενίτσα μας «πάσχει» απ΄ όλες εκείνες τις κοριτσίστικες «ασθένειες» της ηλικίας της, όπως και οι φίλες της που «έπαθαν» εφηβεία απότομα και κοιτάζουν με μεγεθυντικό φακό τα σπυράκια τους στον καθρέφτη. Έτσι είναι κι εκείνη. Με τα μυαλά στα κάγκελα. Τα δάκτυλα να «χορεύουν» ολημερίς μηνύματα στο κινητό και τα Μαθηματικά κρεμασμένα μονίμως έξω απ΄ το μπαλκόνι (γιατί εκείνη την ώρα την πήρε ο Σταύρος μωρέ, την πήρε επιτέλους, τέτοια ταλαιπωρία...). Τo πάρτι της, της βγήκε ξινό. Εμείς οι «μεγάλες» μαζεμένες γύρω απ΄ το τραπέζι, με τις πόρτες ερμητικά κλειστές- σε μια μάταιη προσπάθεια να μειώσουμε τις δονήσεις του ηλεκτρονικού τάμπα τούμπα που έφτανε με φόρα από το play room- σβήναμε τη ζήλεια μας στο παστίτσιο. Μμμ το πέτυχε η Μαίρη. Τέλειο. Μπράβο Μαίρη. Και ξαφνικά, η Ελενίτσα με κουστωδία φιλενάδων, μουτρωμένη, ψιλοβουρκωμένη, θρονιάζεται μαζί με το «επιτελείο της» ανάμεσά μας. Τι έγινε παιδί μου; Ήπιες πολύ; Σε πειράξανε; Οι φιλενάδες, εφ΄ όπλου, αναλαμβάνουν δράση: «Ο Σταύρος, ο ηλίθιος». Τι ο Σταύρος; «Τον είδε, τώρα δα. “Φασωνόταν” με τη χοντρή, τη Μαρία. Ενώ “της τα είχε ζητήσει” πριν από λίγο της Ελένης». Τέτοιο δράμα στο βλέμμα της μικρής πρώτη φορά το ΄βλεπα. Και τόση μεγάλη μπουκιά παστίτσιου να κατεβαίνει από έναν τόσο λεπτεπίλεπτο λαιμό. Έχω μείνει με το πιρούνι μετέωρο και κοιτάζω τις φιλενάδες κατάματα. Να ρωτήσω τι σημαίνει το «φασώνεται» ή θα με πάρουν με τις χαρτοπετσέτες; (γιατί με το «της τα ζήτησε» κάτι καταλαβαίνω). Άστο καλύτερα. Να μην πω τίποτα. Welcome στον κόσμο των μεγάλων Ελενίτσα. Τελικά, εκτός απ΄ το λεξιλόγιο δεν αλλάζουν πολλά μέσα στα χρόνια. Από τώρα και στο εξής θα έχεις τα ίδια επαναλαμβανόμενα και διά βίου άλυτα ερωτήματα. Ευτυχώς.

Εκδρομή στο βουνό

Πού πήγαν εκείνα τα ωραία χρώματα του φθινοπώρου που έβλεπα κάποτε σε αυτό το βουνό; Εκείνα τα κόκκινα και τα πορτοκαλί και κίτρινα, τα καφέ, εκείνες οι φλογάτες αποχρώσεις, οι γήινες που λένε οι ρεπόρτερ μόδας, αλλά πάντα η γη ξεπερνά τη φαντασία τους; Η δασωμένη πλαγιά έχει αποκτήσει ένα μουντό γκρίζο παντού, πυρκαγιά πέρασε από δω, ή είναι η συνήθης παρακμή, αποψίλωση, εγκατάλειψη, μοναξιά της φύσης στις γωνιές που της έχουμε αφήσει; Το μόνο κόκκινο που ξεχωρίζει τώρα είναι η στέγη κάποιου οικοδομικού συγκροτήματος, που κάποτε κρυβόταν στο όργιο των χρωμάτων. Τι να είναι αυτό το επιβλητικό ανάκτορο, χαμένο στο πουθενά; Ένα πολύπλοκο κτίριο με πολλές προσθήκες, με πολλά παράθυρα, μοναστήρι θα είναι σίγουρα. Τι άλλο βρίσκει κανείς έτσι να δεσπόζει στην ελληνική ύπαιθρο; Πύργους δεν έχουμε, κάστρα, κατοικίες φεουδαρχών, τέτοια πράγματα βλέπεις μόνο σε εντελώς ερειπιώδη κατάσταση. Τα μοναστήρια ανθούν και επεκτείνονται, προνομιούχα, απτόητα από εκσυγχρονισμούς και μοντερνισμούς, πολιτικές αλλαγές, προσαρμογές, τα πάντα. Από την εποχή της φτώχειας πέρασαν στην εποχή του πλούτου, πάντα προστατευμένα, πάντα τιμημένα, πάντα επίσημα, με τους κρατικούς μισθούς, με όλα τα καλά, αλλά να προστατέψουν τον ίδιο τους τον κήπο, τη φύση γύρω τους, το βουνό που χαίρονταν και τα ίδια, αυτό όχι. Εκεί τα πράγματα αφήνονται στη μοίρα τους, και πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι όταν δεν σκέπτονται να σκαλίσουν τίποτα μπαούλα οι ηγούμενοι, να βρουν κανένα ξεχασμένο χρυσόβουλο και να θελήσουν να ανταλλάξουν κάποιο στοιχείο από το περιφρονημένο αυτό περιβάλλον τους με διάφορα μοντέρνα ακίνητα τα οποία φέρνουν σε αμηχανία το Δημόσιο. Γι΄ αυτό πραγματικά μη μιλάς, κινδυνεύει η Ελλάς.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Κραυγή μέσα από τη φυλακή

Θα’ θελα να γράψω για έναν έρωτα καινούργιο. Να τραγουδήσω για τους μορφασμούς που κάνουν τα σύννεφα στον ουρανό, για το χαμηλό πέταγμα των πουλιών. Για τις σταγόνες που άρχισαν να γίνονται συνήθεια στο φθινοπωριάτικο, σχεδόν χειμωνιάτικο ορίζοντα. Θα’ θελα να γράψω στίχους για δυο καινούργια μάτια, για δυο γινωμένα χείλη, για ένα σώμα ανέπαφο, σαν να’ ναι πρώτη φορά που χέρι το άγγιξε. Μα δεν τολμώ να το κάνω. Μάτωσαν τα χέρια μου από τις χειροπέδες. Δάκρυσαν τα μάτια μου στην όψη των απεργών πείνας, συγκρατουμένων μου που έραψαν τα στόματά τους στην κυριολεξία, για να μη φάνε και πάγωσα από τα αδυνατισμένα σώματά τους και τα αξύριστα πρόσωπά τους. Πάγωσα από την υγρασία που είχε το πάτωμα στο Μεταγωγών που κοιμόμουν, αντί για κρεβάτι, 12 μέρες. Σιχάθηκα τις κατσαρίδες που κυκλοφορούσαν πάνω μου και τα βρομόνερα της τουαλέτας που έβρεχαν το στρώμα μου. Τώρα τρέμω από τη μούχλα των τοίχων του Πειθαρχείου που με έβαλαν να κοιμηθώ αφού δεν υπάρχει κελί άδειο στη φυλακή που η Δικαιοσύνη διάλεξε για να με σωφρονίσει και δακρύζω κοιτώντας τη φωτογραφία της κόρης μου, που κόλλησα στον τοίχο. Βαρέθηκα να στοιβάζομαι, δεμένος πισθάγκωνα για 500 χλμ σε μια κλούβα χωρητικότητας 14 ατόμων με άλλα 28 άτομα, αποτυχημένους σαν κι εμένα. Βαρέθηκα να κρεμώ σεντόνια στους υγρούς τοίχους για να μην κινδυνεύω από τους σοβάδες. Να μαζεύω τα στρώματα εκείνων που κοιμούνται ακόμη στο πάτωμα για να μπορώ να βαδίσω. Κουράστηκα να είμαι αριθμός, κατάδικος, υπότροπος, πρεζόνι, εγκληματίας ασωφρόνιστος, ζώο προς μεταφορά, ζητιάνος των δικαιωμάτων μου. Κουράστηκα, εγώ ο παράνομος, να ζητώ από το κράτος να μην παρανομεί. Βαρέθηκα όλους εσάς τους νομοταγείς πολίτες, τους γραβατομένους αδιάφθορους πολιτευτές και κριτές του δημόσιου βίου, τις πουτάνες του λόγου και της θεωρίας, τους ευυπόληπτους χαφιέδες, τους «τοκογλύφους» καναλάρχες, τους πληρωμένους ρεπόρτερ. Τολμήστε να με διορθώσετε ρε! Έχω ξεκάθαρη φωνή. Και ευθύνη. Επώνυμη. Τιμωρήστε με, στ’ αλήθεια, αν τολμάτε. Το θέλω, το ζητώ. Ποιος σας είπε ότι είστε δήμιοι, μωρέ; Κερατάδες είστε. Απατάτε το λειτούργημά σας με τις καρέκλες σας. Αφού αποφασίσατε πως αυτή η χώρα έχει 9.987.000 σώφρονες πολίτες και 13.000 ασωφρόνιστους, πόσο σας κοστίζουν 13.000 σφαίρες; Πρώτος στόχος εγώ. Ποιος από σας τολμάει να με σκοτώσει; Κουρελήδες ψηφοεισπράκτορες που η συνείδησή σας έχει γίνει μεγαλύτερη και από την τρύπα στον πισινό μιας πόρνης. Αλλά δεν θα σας κάνω τη χάρη. Θα ζω σαν σκόνη στη μύτη σας για να φτερνίζεστε και να με θυμάστε. Τσιμπούρι στα αυτιά σας για να τα ξύνετε – θλιμμένο δειλινό στα μάτια σας για να με βλέπετε. Δεν περίμενα εσάς για να πληγώσω τη ζωή μου. Μόνος μου τη σκότωσα. Και θα πληρώσω το λογαριασμό. Μα δεν έγινα τόσο διεφθαρμένος όσο εσείς που με κρίνετε και τάχα με διορθώνετε. Θα παλέψω τη ζωή μου και θα τη φέρω στα ίσια της. Τουλάχιστον είναι «έξω» η γριά Καρβέλα και το παρατράγουδό της. Επώνυμοι βλέπεις. Η Δικαιοσύνη λειτουργεί, επιτέλους. Δύο από τους 13.000 είναι έξω. Λευτεριά και στους υπόλοιπους. Όσο θα με σωφρονίζετε εγώ για σπάσιμο θα αγκαλιάζω στάχια ώριμα, δεμάτια ολόκληρα, στο μυαλό μου. Το μυαλό μου δεν σας το χαρίζω. Εκεί έχω φυλαγμένες τις λύσεις στα προβλήματά μου και όχι στα ανάπηρα χέρια σας.

Εκπαίδευση και... παίδεψη

Λόγοι και διάλογοι, σχέδια και νομοσχέδια για την Παιδεία και διδάσκοντες- διδασκόμενοι δεν ξέρουν πού την κεφαλήν κλίνη! Από φέτος όλα τα παιδιά στα νηπιαγωγεία που... δεν διαθέτουμε, διαθέτουμε όμως... ιδιωτικά, και όλοι οι νέοι στα Πανεπιστήμια, όπου βρουν πόρτα ανοικτή... αλλιώς τα ιδιωτικά κολέγια είναι έτοιμα και τους αναμένουν. Και όταν με το καλό πάρουν πτυχίο θα πρέπει να συνεχίσουν τις σπουδές για ένα μεταπτυχιακό ή και διδακτορικό δίπλωμα. Πάνοπλοι, λοιπόν, θα βγουν στην αγορά εργασίας, και καθώς στη χώρα μας τα fast-food ανθούν και οι επιστήμονες αυτοί θα είναι κατά μεγάλο ποσοστό άνεργοι, η θέση ενός βαθύτατα μορφωμένου σερβιτόρου ή ενός «διδάκτορα- delivery» είναι πάντα πρόσφορη! Δυστυχώς δεν πρόκειται για σάτιρα αλλά για θλιβερή πραγματικότητα. Εξάλλου μια πρόσφατη επιστημονική έρευνα της ΓΣΕΕ αποκάλυψε ότι 550.000 νέοι πτυχιούχοι αναζητούν την τύχη τους σε χώρες του εξωτερικού. Πρόκειται για πρωτοφανή μετανάστευση του 21ου αιώνα. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το κακό πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια και να σκεφθούμε κατά τη λαϊκή ρήση «ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Ο γιαλός όμως δεν είναι στραβός, γιατί οι νέοι μας είναι εξυπνότατοι και ικανότατοι, όπως αποδεικνύουν οι επιτυχίες τους, όταν βρεθούν σε χώρες του εξωτερικού καλά οργανωμένες και εκπαιδευτικά άρτιες. Άρα, εμείς αρμενίζουμε στραβά! Η εκπαίδευση των νέων είναι μια διαδικασία στην οποία κάθε στάδιο έχει τη δική του βαρύτητα. Επί χρόνια οι ειδικοί τονίζουν τη σημασία του νηπιαγωγείου για τη σωστή ανάπτυξη των μικρών παιδιών, και επισημαίνουν ότι η παιδεία είναι ενιαία και συνεχής και δεν θα πρέπει να επικεντρωνόμαστε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αδιαφορώντας για τη στοιχειώδη. Επιτέλους αποφασίσαμε να ενδιαφερθούμε και γι΄ αυτή τη βαθμίδα, και αυτό είναι αναμφίβολα θετικό. Όμως, στην οργάνωση θυμίζουμε... ημιτελή συμφωνία, με αποτέλεσμα την παίδεψη γονιών και νηπίων, που από τα πρώτα βήματα της εκπαίδευσής τους αντικρύζουν τη μιζέρια και την ανοργανωσιά. Στη στοιχειώδη εκπαίδευση, όπου βαδίζουν σφιχταγκαλιασμένα σχολεία και φροντιστήρια, οι μαθητές καταλήγουν οι πιο σκληρά εργαζόμενοι Έλληνες με δυσανάλογα αποτελέσματα στην απόδοσή τους. Η έλλειψη ΧΡΕΟΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ η μεγάλη υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων, και η συστράτευση για τη σύνταξη ενός «κοινωνικού συμβολαίου για την Παιδεία» σωστών δασκάλων, προγραμμάτων σπουδών και βιβλίων αλλά και η έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού βλάπτουν σοβαρά την υγιή ανάπτυξη των νέων. Στη χώρα μας υπάρχει πληθώρα ειδικών επιστημόνων άνεργων, που θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο σχολείο, καθοδηγώντας τους νέους στην επιλογή της επιστήμης ή της τέχνης που έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν. Συνηθέστατο είναι το φαινόμενο, καλοί μαθητές στα μαθήματα και της θεωρητικής και της θετικής κατεύθυνσης να μην ξέρουν τι να επιλέξουν, ή, το χειρότερο, να επιλέγουν με βάση τις δυνατότητες επιτυχίας στα ΑΕΙ- ΤΕΙ. Αποτέλεσμα είναι συνήθως η χάραξη εσφαλμένης απόφασης ζωής! Κάθε νέος κρύβει μέσα του κάποιες δεξιότητες που με τις κατάλληλες συνθήκες μπορεί να τις αναπτύξει και με μεράκι να αγωνιστεί για να εξελιχθεί και να επιτύχει. Εκτός, βέβαια, του επαγγελματικού προσανατολισμού αναγκαία είναι η επανεξέταση του προγράμματος σπουδών στο γυμνάσιο και το λύκειο καθώς και η αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα. Στην εποχή της έκρηξης της τεχνολογίας η ευρωπαϊκή σχολική εκπαίδευση οφείλει να προσφέρει στους νέους όλα τα απαραίτητα παιδευτικά αγαθά για τη διάπλαση της προσωπικότητάς τους και ένα από τα πρώτα είναι η διδασκαλία κλασικών κειμένων, των οποίων η μορφωτική και παιδευτική αξία είναι παγκόσμια αποδεκτή. Η προσέγγισή τους επιτρέπει στους μαθητές να συνειδητοποιήσουν ότι θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης ευρωπαϊκής παιδείας αλλά και βάση για τη δημιουργία ενιαίου πολιτισμού της Ε.Ε. αποτελεί η κοινή πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης. Για τους λόγους αυτούς πιστεύω ότι θα πρέπει να επανέλθει ως θέμα στον νέο διάλογο, που αναμένεται για την Παιδεία, η επαναφορά του κλασικού λυκείου, ενός ευρωπαϊκού θεσμού με μακρά παράδοση. Η Παιδεία στόχο έχει την άνοδο του πνευματικού επιπέδου ενός λαού και είναι η σημαντικότερη κοινωνική αλλά και οικονομική επένδυση. Χρέος επομένως όλων μας είναι η μεγάλη υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων, αλλά και των ξεπερασμένων θεσμών και νοοτροπιών καθώς και η συστράτευση για τη σύνταξη ενός «κοινωνικού συμβολαίου για την Παιδεία».

Από πότε το ιερό άβατο έγινε τόσο βατό;

Παντελονάτοι, πεντακαθαρίδηδες, μουσαντένιες, μπράβοι, αετοί, ερπετά, παπάδες, καλόγεροι, οικόπεδα, εργολάβοι, μεζονέτες, ηχογραφήσεις, μίζες, καταθέσεις, καταδόσεις... Όταν οι πολιτικοί δεν παράγουν πολιτική, πολύ δε περισσότερο ιδεολογία, αναλαμβάνουν να την παραγάγουν- και την ιδεολογία και την πολιτική- οι παπάδες ως τοποτηρητές των όποιων θρησκειών και οι παρ΄ αυτοίς. Κι όταν οι «παρ΄ αυτοίς» είναι μπράβοι, παντελονάτοι, εργολάβοι, δικαστικοί, χορεύτριες, αετοί, μέθυσοι, τζογαδόροι, μιζαδόροι, πρόσωπα δημόσια κι ενίοτε «επίσημα»- ανάλογα παντελονάτη και μουσαντένια είναι και η νέα πολιτική- κοινωνική ιδεολογία που παράγεται. Και οι γράφοντες τα δημόσια γράφουν περί αυτών αναπαράγοντας τη νέα πολιτική και ιδεολογία. Και οι αναγνώστες εντύπων και δικτυακών τόπων (όσοι δηλαδή επιμένουν να ενημερώνονται διαβάζοντας κι όχι απλώς και προχείρως ακούγοντας κραυγές) καταναλώνουν εκόντες άκοντες τη νεο-ιδεολογία που διαδίδεται από τους γράφοντες και μέσω των γραφομένων. Κι αφού την καταναλώσουν- καθένας στο μέτρο τουτην αναπαράγουν... Φαύλος κύκλος. Από πού άρχισε το παραλήρημα; Από το σκάνδαλο της Βιστωνίδας, του Βατοπεδίου, των μοναχών, της πολιτικής, των ιδεολογιών; Από την εμπλοκή σ΄ αυτό ανθρώπων του Θεού, πολιτικών, δημοσιο-λόγων και δημοσιο-γράφων; Από την έλλειψη ιδεολογιών και ελλείψει αυτών την καταφυγή σε αποδοτικά υποκατάστατα; Από πότε το ιερό άβατο (όχι απαραίτητα το αγιορείτικο) έγινε τόσο χυδαία βατό; Από πότε το πολιτικό έγινε κοινό ποινικό, από πότε η αλήθεια και το ήθος λέγονται «παντελονάτο» και «Πεντακαθαρίδης», οι υπεράνω υποψίας «αετοί», η ιδεολογία αρπαχτή; Αναπαραγωγή χυδαιότητας με άλλοθι την «αντικειμενική» μεταφορά τους; Ψάχνοντας τα δέντρα χάσαμε το δάσος; «Μ΄ αυτή την ορχήστρα που έχω αυτά τα έργα παίζω», απολογούνταν κάποτε για απλά, μικρά φάλτσα ένας «μαέστρος» πολιτικών, κοινωνικών, ιδεολογικών έργων και των παραγώγων τους. Για τον ορυμαγδό ηθικών, πολιτικών, ιδεολογικών, γλωσσικών φάλτσων και παραφωνιών τα οποία εσχάτως κάποιοι υφιστάμεθα ποιος είναι ο δράστης, ποια τα θύματα, ποιοι θα απολογηθούν και ποιοι θα πληρώσουν;

Φρούτα στο σχολείο

Το Ευρωκοινοβούλιο αποφάσισε ότι πρέπει στα σχολεία να παρέχονται φρούτα στα παιδιά για να καταπολεμηθεί η παιδική παχυσαρκία. Φρούτα εποχής, που κυκλοφορούν στην αγορά, όχι ακριβά. Φρέσκα και ντόπια. Σίγουροι οι ευρωβουλευτές ότι οι σημερινοί γονείς παραμελούν τα παιδιά τους, δεν έχουν καιρό να τους αγοράσουν ένα μήλο, σκέφτηκαν ότι αρκεί να προσφέρουν φρούτα μαζί με Γραμματική και Μαθηματικά, τα παιδιά θα τα αγαπήσουν. Όσο αγαπάνε και τη Γραμματική, τα Μαθηματικά, τη Φυσική κι όλα τα συμπαρομαρτούντα. Θα μάθουν τη γεύση των φρούτων, κι όταν τα ξαναδούν μπροστά τους, στα καφάσια του μανάβη, θα θυμηθούν τις γνώσεις τους και θα τα προτιμήσουν έναντι άλλων εδεσμάτων σε χρωματιστές σακούλες και φωτογραφίες απέξω, όπως τσιπς και γαριδάκια, έτοιμα κρουασάν γεμιστά με πραλίνα, μαλακά μπισκότα με κομμάτια σοκολάτα κι όλα αυτά τα χρωματιστά και πολυδιαφημισμένα παιδικά τρόφιμα που μεγαλώνουν παιδιά παχύσαρκα, δυσκίνητα, κοιλιόδουλα και εξαρτημένα από την ηδονή του ζωικού λίπους και της επεξεργασμένης ζάχαρης. Δεν αναφέρει η απόφαση ποιος θα καθαρίζει τα μήλα για τα παιδιά, αν θα τους δίνουνε μαχαιράκια να τα καθαρίζουν μόνα τους, αλλά φαντάζεται, όποιος προσπάθησε ποτέ να εξοικειώσει τη νέα γενιά με απλές γεύσεις, τις δυσκολίες που θα έχουν δασκάλες και τραπεζοκόμοι για να πείσουν τα πιτσιρίκια να απαρνηθούν τις ανθυγιεινές τους συνήθειες. Η μόνη ελπίδα για τα φρούτα και το μέλλον των παιδιών είναι αυτός ο περιορισμός στα ντόπια και φτηνά φρούτα. Ίσως τους δημιουργήσει κάποια όρεξη, να επιθυμούν ας πούμε μάνγκος από τον μακρινό Ισημερινό και πορτοκάλια από την Ελλάδα, όταν τους υποχρεώνουν να φάνε σμέουρα Βρετανίας. Ο απαγορευμένος καρπός μπορεί να ξαναγίνει κάποτε φρούτο, ζουμερό και λαχταριστό, από τη στέρηση.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Επικίνδυνο κολοσσιαίο εγχείρημα

ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ άρχισε στη Ρόδο για το αν πρέπει να κατασκευαστεί ο νέος Κολοσσός. Το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις ύστερα από πρόταση ενός ιδιωτικού Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, το οποίο σε συνέλευση των μελών του στο Ντουμπάι δέχτηκε να αναλάβει την υλοποίηση μιας ιδέας που εδώ και 45 χρόνια στροβιλίζει στο μυαλό κάποιων. Την πρόταση έσπευσαν ασμένως να ασπασθούν ο Δήμος Ρόδου και το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου. Μάλιστα ο δήμαρχος μετέβη στο Ντουμπάι για να εισπράξει τον κότινο της δόξας για το εγχείρημα. Όπως ήταν φυσικό, τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό δεν έχασαν την ευκαιρία και άρχισαν να ασχολούνται με τον «Νέο Κολοσσό» όπως τον ονόμασε το Κέντρο Εμπορίου. Οι υποστηρικτές της ιδέας στη Ρόδο όμως αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να μιλήσουν γι΄ αυτό, αλλά δηλώνουν πως θα είναι «ένα μνημείο που θα συμβολίζει τις αξίες του Κολοσσού»- ένα από τα επτά θαύματα της αρχαιότητας. Και επειδή θαύματα δεν γίνονται στην εποχή μας, οι εμπνευστές κάνουν λόγο για ένα «μεγαλοπρεπές μνημείο» που θα στηθεί κάπου στην πόλη και θα φωτίζεται με ακτίνες λέιζερ, σύμφωνα με τα σχέδια Γερμανού καλλιτέχνη που είχε οργανώσει τη βραδιά του Μιλένιουμ με τα φωτιστικά εφέ στην Ακρόπολη. Το πόσο ανάγκη έχει η Ρόδος ένα τέτοιο μνημείο για τουριστική προβολή και μάλιστα με τεράστιο κόστος, θέλει αρκετή συζήτηση. Το νησί εδώ και δεκαετίες παλεύει ανεπιτυχώς για μία μαρίνα, να ολοκληρώσει ένα λιμάνι της προκοπής και να λειτουργήσει ένα αεροδρόμιο που θα εξυπηρετήσει τα εκατομμύρια των επισκεπτών της. Μεγαλεπήβολα τα σχέδια, αλλά αμφίβολα τα αποτελέσματα και οι σκοπιμότητες του εγχειρήματος, αφού κανένας δεν γνωρίζει μέχρι σήμερα ούτε τη μορφή ούτε τη θέση που βρισκόταν ο Κολοσσός, που εξακολουθεί να παραμένει ένας μύθος. Και να μην ξεχνάμε την τεράστια γκάφα που έγινε τον Ιούνιο του 1987, όταν μια «γροθιά του Κολοσσού» αποδείχτηκε ότι ήταν κοτρώνα. Ευτυχώς, που η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη το ξεκαθάρισε προτού ο εξευτελισμός λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις. Δυστυχώς, σήμερα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν Μελίνες!..

Η αναξιοπιστία των ιδιωτικών εργαστηρίων

Έζησα μαζί με την καλή φίλη την περιπέτεια με τη δεκαεννιάχρονη κόρη της, η οποία διαγνώσθηκε- από κυριλέ διαγνωστικό κέντρο των νοτίων προαστίων, μέλος μεγάλης αλυσίδας- να έχει τιμές-ρεκόρ εχινόκοκκου. Τρομοκρατημένοι οι γονείς έτρεξαν στους γιατρούς και στα νοσοκομεία, για να ξετινάξουν το κορίτσι στις απεικονιστικές εξετάσεις, προκειμένου να βρεθεί η εστία του παράσιτου. Πουθενά... Κάποιος πανεπιστημιακός γιατρός τούς συνέστησε τελικά να επαναλάβουν την εξέταση αίματος στο Ινστιτούτο Παστέρ. Εκεί πιστοποιήθηκε ότι το παιδί δεν είχε απολύτως τίποτα. Το διαγνωστικό κέντρο, στο οποίο οι γονείς επέστρεψαν οργισμένοι, μάσησε διάφορες δικαιολογίες, αρνούμενο να δεχθεί οποιαδήποτε ευθύνη. Συζητώντας την υπόθεση με άλλους, διαπίστωσαν ότι τουλάχιστον δύο άλλες οικογένειες του περίγυρού τους είχαν να διηγηθούν μια τέτοια ιστορία, με λανθασμένα αποτελέσματα εξετάσεων από ιδιωτικά εργαστήρια. Γράμματα αναγνωστών που φθάνουν σε μένα, με παράπονα και καταγγελίες για παρόμοια θέματα από διαγνωστικά κέντρα, δείχνουν ότι το πρόβλημα έχει πάρει πια μεγάλες διαστάσεις. Φίλος ενδοκρινολόγος, νυν διευθυντής σε νοσοκομείο του ΕΣΥ και πρώην καθηγητής σε μεγάλο Πανεπιστήμιο του Καναδά, μου έχει φάει εδώ και χρόνια τα αυτιά για την αναξιοπιστία των ελληνικών ιδιωτικών εργαστηρίων. Φαίνεται ότι περισσότερο «κινδυνεύουν» οι αιματολογικές εξετάσεις- πολύ συχνά οι ορμονικές- και τα υπερηχογραφήματα, γιατί είναι υποκειμενικές εξετάσεις, που χρειάζονται μεγάλη εμπειρία στην εκτέλεση και στην αξιολόγησή τους. Καθώς μάλιστα είναι γνωστό σε όλους όσοι παροικούν την Ιερουσαλήμ ότι πολλοί γιατροί παραπέμπουν τους ασθενείς τους στα κέντρα από τα οποία έχουν προμήθεια, άντε να βγάλει άκρη και να βρει την υγειά του ο δύστυχος Έλληνας άρρωστος. Ενώ τα πολυτελή κτίρια με τις φανταχτερές ιατρικές ταμπέλες φυτρώνουν πια παντού σαν μανιτάρια, αναρωτιέται κανείς ποιος ελέγχει την αξιοπιστία των εργαστηρίων τους, την εκπαίδευση και την εμπειρία του προσωπικού τους και τις συνθήκες λειτουργίας τους. Μήπως θα ΄πρεπε, ας πούμε, να επιληφθεί το υπουργείο Υγείας;

Εκπαίδευση πεζών

«Δεν μπορούμε να περάσουμε, έχει κόκκινο», εξηγούσε η γιαγιά στο εγγόνι της καθώς περίμεναν σε ένα φανάρι, ενώ μπροστά τους τα αυτοκίνητα είχαν ακινητοποιηθεί και οι άλλοι πεζοί αγωνίζονταν να στριμωχτούν στο κενό και να φτάσουν απέναντι. Αγέρωχη η γυναίκα κράτησε σφιχτά το χέρι του παιδιού που την τραβούσε, να το πείσει για την πολιτική και τροχαία ορθότητα της άποψής της. Ας την έσπρωχναν οι άλλοι, ας προσπαθούσαν τα αυτοκίνητα να καταλάβουν τον ελάχιστο χώρο που είχε απομείνει στη διάβαση, ας γινόταν χαμός από κορναρίσματα και μαρσαρίσματα, εκείνη κοιτούσε απέναντι με προσήλωση, σαν να βρισκόταν σε έναν κανονικό δρόμο μιας κανονικής πόλης όπου οι κανόνες μετράνε περισσότερο από τις περιστάσεις. Όπως ήταν μοιραίο, σε λίγα δευτερόλεπτα καβάλησαν μοτοσυκλέτες το πεζοδρόμιο, δυο μάλιστα που πήγαιναν σε αντίθετη κατεύθυνση, ένας βιαστικός κοστουμαρισμένος με τεράστια μηχανή, κι ένας πιο βιαστικός ακόμα ντελιβεράς με το κουτί έτοιμων γευμάτων να απειλεί κάθε δίποδο άπτερο που περνούσε δίπλα του. «Δεν πρέπει να πηγαίνετε από το πεζοδρόμιο», τους πληροφόρησε η γιαγιά, καθώς έκανε εκνευρισμένη στην άκρη για να σώσει τη ζωή του παιδιού και τη δική της. Οι ρόδες τους στρίγκλισαν πάνω στα εξογκώματα για τυφλούς της ράμπας, κι έφυγαν βολίδα στο πεζοδρόμιο, σκορπώντας τρόμο σε όσους πεζούς δεν παραμέριζαν εγκαίρως. Θέλησα να μείνω πίσω από τη γυναίκα εκείνη, να την ακολουθήσω στην τολμηρή της ερμηνεία του κόσμου, στο πείσμα της να εκπαιδεύει το παιδί με σχεδόν επικίνδυνο τρόπο σε ορθές κοινωνικές αξίες. Θέλησα να την αφήσω να περάσει μπροστά μου, να μου ανοίξει δρόμο με την επιμονή και την προσήλωσή της, να φτάσω απέναντι προστατευμένη από το θάρρος της, αλλά δεν προλάβαινα, βιαζόμουν κι εγώ πολύ.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Ονειρεύτηκα την πραγματικότητα

Μιλώ για τους εξαθλιωμένους γέροντες που η δύση του βίου τους έμελλε να είναι μια άγρια κι ανελέητη δύση. Ανθρώπινα κουρέλια που υψώνουν τα απελπισμένα χέρια τους με λαχτάρα να γεμίσουν το πλαστικό μπουκάλι γάλα από τα επίσης απελπισμένα χέρια των κτηνοτρόφων, που αντί να πάει χαράμι η σοδειά τους είπαν να κατευνάσουν την πείνα των γερόντων. Ούτε κι οι ίδιοι όμως περίμεναν τέτοιον χαμό. Ούτε κι ίδιοι φαντάζονταν ότι δεκάδες άνθρωποι θα εξαρτούσαν από την προσφορά τους την υπόθεση της επιβίωσής τους. Κι όταν μιλάμε για επιβίωση πλέον αναφερόμαστε στην επιβίωση εκείνης της μέρας και μόνον. Γιατί αύριο ουδείς γνωρίζει. Όχι αίμα, πείνα μοιάζει πια να κυλά στις φλέβες των αποδεκατισμένων γερόντων. Μιλώ για τον 85χρονο γέρο στην Πάτρα, που το ΙΚΑ κάνει κατάσχεση της περιουσίας του για χρέος 150 ευρώ. Ο δικαστικός επιμελητής εισβάλλει (με χάρη!) στην οικία του την ώρα που εκείνος, καθότι άρρωστος κι ανήμπορος, λόγω αιμοπτύσεων, αναχωρεί για το νοσοκομείο (για το ράντζο δηλαδή). Τίποτα και κανέναν δεν πτόησε το αίμα. «Ακόμα μυρίζει αίμα εδώ, και όλα τα μυρωδικά της Αραβίας δεν θα μπορέσουν ποτέ να ξεπλύνουν τούτο το χεράκι». Η λαίδη Μάκβεθ μονολογεί προσπαθώντας να καθαρίσει από τα χέρια της τους φανταστικούς λεκέδες από το αίμα του βασιλιά Ντάνκαν. Επιστρέφοντας από το νοσοκομείο τον περιμένει το θυροκολλημένο αγγελτήριο θανάτου του (αν και αυτός ακόμα είναι λίγο πριν από τον τάφο...). Κατάσχονται το ξύλινο τραπέζι και οι τρεις του καρέκλες. Η τιμή εκτίμησης τής υπό κατάσχεση μοναδικής περιουσίας του οφειλέτη, 147 ευρώ. Ε πιπλέον ο γέροντας κατηγορείται ότι ψεύδεται καθώς, όπως υποστηρίζουν «οι αρμόδιοι» (οι αιμοσταγείς αρμόδιοι), δεν του κάνανε κατάσχεση αλλά απογραφή περιουσιακών στοιχείων εν όψει κατάσχεσης! Όμως την ώρα που μιλά στον φακό, στην Ελλάδα του 2008, το πολλαπλό και κατά συρροήν θύμα λέγοντας «52 χρόνια εγώ δούλευα παλικάρι», το κατασχετήριο έγγραφο προβάλλει σε όλο του το φρικώδες μεγαλείο!! Κι ο φακός ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΔΕΧΤΩ ότι συμβαίνει αυτό που συμβαίνει. Εν καιρώ μάλιστα Εφραίμ και δημόσιας λεηλασίας του τόπου, αρνούμαι το γεγονός των γεγονότων που μπορεί να κρύβει και να κατασκευάζει ταυτόχρονα, φανερώνει αυτό που δεν μπορεί να κρυφτεί. Την απελπισία, την απόγνωση, την οργή ενός απόμαχου της ζωής. Στη Θεσσαλονίκη το γάλα. Στην Πάτρα το ξύλινο τραπέζι με τις τρεις καρέκλες. Μιλώ. Μιλώ. Μιλώ. Και λοιπόν τι έγινε; Μένω στην άρνηση. Αρνούμαι να δεχτώ ότι συμβαίνει αυτό που συμβαίνει. Εν καιρώ μάλιστα Εφραίμ και δημόσιας λεηλασίας του τόπου, αρνούμαι το γεγονός των γεγονότων. Άρνηση: Μηχανισμός άμυνας και αυτοπροστασίας τού εγώ που αποκλείει από τη συνείδηση οδυνηρά γεγονότα. Η συστηματική προσφυγή σε αυτόν τον ψυχολογικό μηχανισμό οδηγεί σε μια αλλοιωμένη επαφή με την πραγματικότητα. Μένω στο όνειρο. «Ονειρεύτηκα την πραγματικότητα. Τι ανακούφιση που ένιωσα ξυπνώντας!». Ένα εφιαλτικό όνειρο η πραγματικότητα. Κι ο πειρασμός να ενδώσεις στην τρέλα. Να την επιλέξεις αυτή τη διαταραγμένη επαφή με την πραγματικότητα. Να αρχίσεις δηλαδή σιγά σιγά να τρελαίνεσαι. Κι αν ένας εύκολος ορισμός της τρέλας είναι η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, να την επιθυμήσεις σφόδρα αυτή την έλλειψη. Λόγια θα μου πείτε. Εκ του ασφαλούς. Ναι, είναι αλήθεια ότι στους περισσότερους από εμάς ακόμα υπάρχει γάλα και τραπέζι με τρεις καρέκλες που δεν κινδυνεύει και μια πιστοποιημένη ψυχική υγεία που επίσης δεν κινδυνεύει. Για την ώρα όμως. Όλα αυτά για την ώρα δεν κινδυνεύουν. Καθώς όλη αυτή η τόσο έντεχνα, βελονιά, βελονιά, κεντημένη εξαθλίωση που τόσο καιρό ετοιμαζόταν και τώρα ορμητικά ξεσπά, κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα τα πάντα. Οικονομική και ψυχική υγεία. Για να μην πάρεις μια βόμβα και τα τινάξεις όλα στον αέρα, και γίνεις ο γραφικός δράστης ενός απονενοημένου, ουτοπικού, άγονου (κι ανέφικτου;) διαβήματος, αρκείσαι σε κάτι λιγότερο θεαματικό. Σε κάτι λιγότερο εκρηκτικό και βίαιο. Στην άρνηση. Έστω με κίνδυνο την αλλοιωμένη επαφή με την πραγματικότητα. Τι να την κάνεις όμως μια τέτοια πραγματικότητα; Όχι πες μου. Τι να την κάνεις. Θα μπορούσες βέβαια να την αλλάξεις, ή να ονειρευτείς πως μπορείς να την αλλάξεις. Αυτό παραμένει το στοίχημα για τη γενιά των 700 ευρώ σήμερα και των μηδενικών ίσως ευρώ αύριο. Αν η καθημερινότητα δεν προλάβει να τους συνθλίψει, το όνειρο αυτό θα παραμείνει η μόνη σωτηρία.

Ούτε στον εχθρό σου

Πώς είναι δυνατόν να πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό, ακόμη δεν το έχω καταλάβει! Μόνον τον χορό της βροχής που δεν μας διέταξαν να χορέψουμε, μπας και αποφύγουμε να πούμε το νερό νεράκι. Και ως διά μαγείας βρέχει, και το μόνο που κάνουμε είναι να καταριόμαστε την ώρα και τη στιγμή που άνοιξαν οι ουρανοί, επειδή πλημμυρίσαμε. Το χθεσινό μπλακάουτ στους δρόμους της Αθήνας αλλά και στη ΔΕΗ ήταν απίστευτο. Όπως συνήθως, τα φανάρια έπαψαν να λειτουργούν (μάλλον έμπασαν νερά), ενώ οι δήμαρχοι για ακόμη μια φορά ξέχασαν να καθαρίσουν τα φρεάτια- θα είχαν πιο σημαντικές δουλειές φαίνεται να φέρουν εις πέρας! Το πιο ανησυχητικό όμως είναι πως, λίγο- πολύ, τίποτα πλέον δεν προκαλεί έκπληξη. Η ταλαιπωρία είναι δεδομένη- έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Το αίσθημα του «παραιτημένου» από την Πολιτεία πολίτη είναι διάχυτο στην ατμόσφαιρα- σαν να λέμε, «όλα τα περιμένει κανείς»! Τα αιτήματα για μια καλύτερη ζωή είναι πια τόσο πολλά, που οι φωνές των ταλαιπωρημένων, όταν ενώνονται, ακούγονται σαν βουητό γκρίνιας! Τα παράπονα για την κίνηση στους δρόμους, για τα υψηλά επιτόκια των τραπεζών, για τις αλμυρές τιμές, για την οικονομική κρίση, για τους ανεξόφλητους λογαριασμούς που πνίγουν τους Έλληνες, για τα ασφαλιστικά ταμεία, για τις ουρές στα νοσοκομεία, για το εφάπαξ που ακόμη περιμένουν οι συνταξιούχοι, προκαλούν πονοκέφαλο, ασφυξία, αηδία. Τέτοια μιζέρια, δεν την εύχεσαι ούτε στον εχθρό σου!

Μελαγχολία της επαρχίας

Κυριακή απόγευμα πάω στην Τρίπολη με την απόφαση να αναζητήσω τις ομορφιές της. Τόσες Κυριακές σε πόλεις επαρχιακές έχω αγωνιστεί ψυχή τε και σώματι, δηλαδή βολτάροντας πεισματικά και τρώγοντας σε εστιατόρια και πίνοντας καφέ σε ζαχαροπλαστεία, και μελετώντας τις προσόψεις, με χίλιους τρόπους, με χίλια μέσα έχω κερδίσει το κλισέ της μελαγχολίας. Οι πόλεις δεν είναι καταθλιπτικές, τα στενά κρύβουν θησαυρούς, φωνή δεν έχουν μόνο, καλλιτέχνες αρκετούς να τις αναδείξουν. Όμως μάλλον κουράστηκα, δεν με βοηθάνε και τα διατηρητέα. Δεν διατηρούνται μόνα τους, καταρρέουν, στα στενά χτίζονται ασφυκτικά συγκροτήματα πολυτελών οροφοδιαμερισμάτων, και τα μαγαζιά είναι κλειστά, σκοτεινά, μανταλωμένα. Οι εμπορικοί πεζόδρομοι έρημοι, σαν γήπεδα όπου παίζουν μόνα τους διάφορα πεταμένα χαρτιά με τα ρεύματα του αέρα και τη σκόνη. Κι οι ξένοι τουρίστες που δεν ξέρεις τι τους έφερε ώς εδώ, ψάχνουν κάτι που δεν ξέρουν πια κι οι ίδιοι τι μπορεί να είναι, με τον οδηγό στο χέρι. Νυχτώνει νωρίς, οι άνθρωποι βρίσκονται όλοι κάπου αλλού, το σκηνικό έχει εγκαταλειφθεί μυστηριωδώς, και τελικά η πολυτραγουδισμένη μελαγχολία κυριαρχεί ακατανίκητη, τα σκεπάζει όλα σαν κύμα. Έρχεται πια ο κορεσμός της προσπάθειας, ξαφνικά όλες οι πόλεις που προσπάθησα να διαβάσω Κυριακές απόγευμα μαζεύονται βαριές και σχεδόν πένθιμες, πιο καρυωτακικές από ποτέ. Αμάν, κάντε κάτι! Αφήστε ανοιχτά τα μαγαζιά, βάλτε μια μπάντα του Δήμου να παίζει, μια Φιλαρμονική, οτιδήποτε, δεν αντέχεται αυτή η σιωπή, αυτή η μαυρίλα, αυτό το ψυχοπλάκωμα. Ας είναι λίγη ζωντάνια μόνο για να σας ειρωνεύονται οι νέοι, δεν πειράζει, δώστε την ευκαιρία στους ανθρώπους να περπατήσουν στους δρόμους και να δουν κάτι που να μπορέσουν να το κριτικάρουν, θα είναι κατά βάθος ευγνώμονες.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Τα φιλαράκια

Το μεθόδευα προ πολλού πώς να την κοπανήσω από τον κλοιό της κλάσης μου και να ΄μαι τώρα, φάτσα- κάρτα στο Facebook. Οφείλω να παραδεχτώ ότι, στην αρχή, τα κίνητρά μου δεν ήταν και τόσο αθώα. Κάθε άλλο. Μέσα από αυτή την τακτική υποχώρηση υπολόγιζα ότι θα έχω θέα ανεμπόδιστη και κολλητηλίκι χαλαρό με τους πιτσιρικάδες του στενού μου περιβάλλοντος, αλλά πού... Με το που έσκασα μύτη στα χωράφια τους, με αποθέωσαν με έναν τρόπο που με έφερε σε μεγάλη αμηχανία. Και καλά με το «η γριά κότα έχει το ζουμί». Έπρεπε να το περιμένω. Αυτό το χούι όμως με τα ηλεκτρονικά «σκουντήματα» μου τη σπάει αφόρητα και με βγάζει από τα ρούχα μου. Καμώνομαι ότι- και καλά- γουστάρω να μου ταρακουνάνε την οθόνη ενώ μέσα μου αναθεωρώ παλιές απόψεις για τους παλίμπαιδες θείους και λοιπούς συγγενείς, τότε που είχα κι εγώ το προνόμιο να είμαι πιτσιρίκα. Περιττό να σας πω ότι δεν έχανα ευκαιρία να αποκαλύψω τη θλιβερή τους δημαγωγία που άλλο σκοπό δεν είχε από το να βάλει μακρύ χέρι στην αυτονομία και τη δύσκολη ωρίμασή μου. Χα χα... Από αυτής της απόψεως, θεωρώ πολύ τυχερή τη γενιά μου που κράτησε όπως όπως το άβατο χωρίς να αφήνει τεχνολογικά μπόσικα στους control freak της εποχής. Όσο για μένα, εννοείται πως θα συνεχίσω με το καινούργιο κοσκινάκι μου. Να, αφού ακόμη κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ρίχνω κρυφές ματιές στις «ειδοποιήσεις» μου και συλλέγω την καζούρα σαν μάννα εξ ουρανού.

Το αεικίνητο

Ας βάλουμε πίσω το ρολόι, είναι πάλι σκοτάδι στις επτά το πρωί που χτυπά το ξυπνητήρι. Ρυθμισμένο στο Γ΄ Πρόγραμμα, φέρνει στον βυθισμένο σε νάρκη εγκέφαλο- ο πιο γλυκός ύπνος έρχεται λίγα λεπτά πριν- ένα παιχνίδισμα βιολιού, ένα ζωηρό, επιδεικτικό τρέμουλο, σαν σταγόνα δροσιάς σε φύλλα, που ποτέ δεν είδα, κάτι τόσο καινούργιο και περήφανο, που δεν πάει το χέρι να το κλείσει. Ακούω όλο το κομμάτι προτού καταφέρω να σηκωθώ και ύστερα η οικεία φωνή της Ράνιας Βισβάρδη με πληροφορεί ότι είναι το «περπέτουο μόμπιλε» του Ούγγρου συνθέτη Νόβατσεκ που πέθανε το 1900. Το αεικίνητο στη μουσική για να ξυπνά το αεικίνητο στη ζωή, να το βάζει μπρος. Αυτό που θα όφειλε να είναι αεικίνητο. Έρχονται πρωινά που θα προτιμούσε να μείνει ακίνητο στο κρεβάτι. Άντε σήκω, λέει όλο αισιοδοξία το σόλο βιολί, και μου τάζει με το παιχνίδισμά του μοναδική προσέγγιση της μέρας: θα έχει φτιάξει ο φούρναρης ονειρεμένο ψωμί, θα βρεις στο γάλα την πιο απρόσμενη γεύση, ο ουρανός θα είναι αποκάλυψη και το ραδιόφωνο θα σε υποδεχτεί με γλυκές ειδήσεις, με φωνές αγαπημένες, εξυπνάδες ψαγμένες. Αφήνω το κομμάτι να τελειώσει, το αφήνω να με ταρακουνήσει κι ας ξέρω ότι η υπόσχεσή του είναι αυτοτελής, ό,τι λέει το τηρεί τη στιγμή που το λέει. Το πιστεύει όσο εκφέρεται. Περιμένει να το γευτώ όσο κρατάει. Ωστόσο κάπως διαπερνά τη μέρα η σταθερή προσήλωσή του στην ελαφράδα και τον ρυθμό, κάπως ελαφραίνουν τα πόδια. Το επόμενο πρωί, ίδια ώρα, το ίδιο αέρινο βιολί κι ανάμεσά του οι παθιασμένες ανάσες του πιάνου. Διπλή επίδραση ελαφράδας. Ευχαριστώ κυρία Βισβάρδη. Δεν το καθιερώνετε, κάθε μέρα στις 7, ίδιο βιολί να ξυπνά τα αεικίνητα που πρέπει να είμαστε;

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

Ο δρόμος για την Κόλαση

Ο λόγος (και πάλι) αυτές τις μέρες στην κληρονομιά της γενιάς του Πολυτεχνείου. Της γενιάς που όλοι λατρεύουμε να μισούμε. Της γενιάς που υποσχέθηκε τόσο πολλά και που σήμερα παραδίδει το επαναστατημένο της πνεύμα στη μετάλλαξη των «γκόλντεν μπόις». Ποια είναι τα «γκόλντεν μπόις» και γιατί λατρεύουμε να τα μισούμε; Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας τα μυθικά αυτά πλάσματα δεν είναι ούτε γκόλντεν και πολύ περισσότερο δεν είναι «μπόις». Πέρα από τους μεγάλους μισθούς (ε και;) και τις κατηγόριες ότι φαλίρισαν μαγαζιά (επιχειρήσεις ήδη χρεοκοπημένες από δεκαετίες ρουσφετιών, σπατάλης και βλακείας), το μεγαλύτερο αμάρτημα των «γκόλντεν μπόις» είναι άλλο: Είναι ότι ηλικιακά συμπίπτουν ή, ακόμα χειρότερα, είναι το αμέσως επόμενο κύμα της γενιάς του Πολυτεχνείου. Η ίδια γενιά, που εμπιστευτήκαμε για να μας εκτοξεύσει εξαγνισμένους στη νέα εποχή, σήμερα μας βγάζει σε πλειστηριασμό το τριάρι για μια εκπρόθεσμη πιστωτική. Οι εικοσάρηδες που ανάσαιναν διαλεκτικό υλισμό, έπαιζαν με τη φωτιά της αναθεώρησης και μιλούσαν για «ιστορικά προτσές» με τους καθοδηγητές τους, σήμερα διαπραγματεύονται αναχρηματοδοτήσεις, χορεύουν μπαλέτο με τις ισοτιμίες του γεν και η μόνη λέξη που τους τρομάζει είναι το «κραχ». Ο δρόμος για την Κόλαση ήταν πραγματικά στρωμένος, με τις καλύτερες προθέσεις... Μην πυροβολείτε τα «γκόλντεν μπόις». Δεν είναι αθώα, αλλά δεν είμαστε κι εμείς χωρίς ευθύνες. Και δεν μείναμε (από εκείνη τη γενιά) με εντελώς άδεια χέρια. Μέσα από τις δεκαετίες το μόνο σύνθημα που ακόμα ακούγεται καθαρό, αληθινό, και κάτι περισσότερο από σύγχρονο, η μόνη «σταθερή αξία» είναι αυτό που βροντοφώναξαν τα παιδιά της Νομικής και του Πολυτεχνείου: «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Μην ψάχνετε στο σεντούκι για «μπλου τσιπς». Αυτή είναι η κληρονομιά του 73. Τρεις λέξεις όλες κι όλες. Ο καθένας τις αποταμιεύει ή τις εξαργυρώνει, όπως μπορεί.

Μετά τα ζόρικα

Η περιοχή των Εξαρχείων, από τη Νεάπολη μέχρι την Ακαδημίας, ήταν για χρόνια η παλιά μου γειτονιά. Τη λένε και ζόρικη γειτονιά, όχι άδικα. Οι παλιοί κάτοικοι, οι αστοί, και οι εργαζόμενοι της περιοχής που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να φύγουν, υφίστανται (και πληρώνουν) αενάως τις «παράπλευρες απώλειες» κάθε μετωπικής σύγκρουσης της εξουσίας με την αντι- (και την παρα-) εξουσία. Εγώ, πάλι, μια κότα σκέτη. Με το που έδειξε της γυναίκας μου το υπερηχογράφημα «έμβρυον οκτώ εβδομάδων, φυσιολογικόν», φόρτωσα την οικοσκευή, το «φυσιολογικόν έμβρυον» και την... σύζυγο και όπου φύγει φύγει: από τα ηλεκτρισμένα Εξάρχεια μετακομίσαμε στη γλυκιά λήθη των βορείων προαστίων. Την «παλιά» γειτονιά την περπατάω πολύ σπάνια, για τίποτα δουλειές του κέντρου, καμιά εφορία. Η χθεσινή βόλτα με έφερε σε αμηχανία. Τα ρολά των τραπεζών κατεβασμένα. Πάλι. Τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης λαμπόγυαλο. Ξανά. Οι βιτρίνες κομμάτια. Αλλος ένας Νοέμβρης προχωρεί ακάθεκτος προς τη δέκατη έβδομη μέρα του. Μια καλοντυμένη κυρία σε γκισέ ταμείου σπασμένης τράπεζας έτρεμε ολοφάνερα από το σοκ καθώς μου έδινε πληροφορίες πίσω από το σιδερένιο ρολό («έχουν σπάσει και την Εθνική, δοκιμάστε το ΑΤΜ που δεν φαίνεται καλά, στο παρκάκι, μάλλον δεν το είδαν»). Ναι, αυτό ήταν που μ έκανε να ξαναθυμηθώ πώς ήταν στ αλήθεια η ζωή στα παλιά λημέρια. Ηταν που την άλλη μέρα, μετά το μικρό ή μεγάλο μακελειό, τα γκαζάκια, τα καπνογόνα, τα οδοφράγματα, τους σιδερολοστούς, συνεχίζαμε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Σβήναμε τις βρισιές από τους τοίχους, μαζεύαμε τις θρυψαλιασμένες βιτρίνες να μη σκοτωθεί κανένας παππούς κι άντε ξανά από την αρχή. Και οι κάτοικοι; Οι παλιοί μου γείτονες; Ψύχραιμοι μέχρι βουδιστικής φώτισης, χωρίς να τους λείπει και το καυστικό χιούμορ. «Βρε, βρε, ο Κώστας: Πώς και μας θυμήθηκες; Ξεμείνατε από γκαζάκια στο Ψυχικό;» Γελάω βεβιασμένα, αλλά μέσα μου ντρέπομαι λίγο...

Και τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς Τατούλη;

«Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;(...) Γιατί μέσα στη Σύγκλητο μια τέτοια απραξία, τι κάθοντ οι συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; ...Είναι ο Τατούλης να διαγραφεί σήμερα. Ο «αντάρτης» έπαιξε τον ρόλο του και αποχωρεί από τη σκηνή, καταχειροκροτούμενος από κοινό και κριτικούς. Παύση. Και αμηχανία. Τώρα; Τώρα, αρχίζουν τα δύσκολα. Τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς Τατούλη; Τι θα γίνει όταν τελειώσει το στοκ από «αντάρτες», «κακά παιδιά» και διάφορα άλλα «μαύρα πρόβατα» και γενικώς «βαρβάρους»; Απλό: θα εφεύρουμε τους επόμενους! Ολο αυτό αρχίζει και μου θυμίζει τηλε-ριάλιτι σόου. Από αυτά που αποφασίζουν αν οι διαγωνιζόμενοι έχουν ταλέντο. Με κριτική επιτροπή όλους εμάς και αρνητικές ή θετικές ψήφους των ανθρώπων της «παραγωγής» για να αποχωρήσει ένας κάθε εβδομάδα. Με δράματα, ίντριγκες, υποθέσεις, σενάρια. Αν και αμφιβάλλω αν το «μοντέλο ριάλιτι» είναι το ιδεωδέστερο για να κυβερνηθεί μια χώρα, πρέπει να παραδεχτώ ότι φέρνει τηλεθέαση. Κάνει γερό ταμείο. Δεν βαριέται το κοινό. Ασε που έχουμε την πολυτέλεια του να αναβάλλουμε κάθε σοβαρή απόφαση, κάθε μεγάλη αλλαγή, κάθε «τζιζ» πρωτοβουλία, με το άλλοθι της επόμενης αποχώρησης. Ζητούνται λοιπόν αντάρτες, ανυπότακτοι, ρέμπελοι. Συνωμότες, εξωμότες, ένοχοι, έστω και αθώα θύματα, για να «πέσουν» ως παράπλευρες απώλειες. Ζητούνται παντός είδους «βάρβαροι», για να γεμίσει το πρόγραμμα. Ολοι μάς κάνουν, ντόπιοι και εισαγόμενοι, από τον Μπαράκ Ομπάμα έως τη Στέλλα Μπεζαντάκου, αρκεί να μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε, ξανά και ξανά, για να γεμίσει το κενό που κανείς από μας δεν αντέχει να αντικρίσει. Κάθε βάρβαρος, γνήσιος ή ντεμέκ, είναι κατάλληλος, αρκεί να έχει πάθος στον ρόλο του και να κάνει αρκετό θόρυβο όταν έρχεται και όταν φεύγει. Δεν είναι απλώς, «μια κάποια λύσις». Εδώ που φτάσαμε, οι παντός είδους «βάρβαροι» είναι η μόνη λύση!

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Το ζητούμενο δεν είναι αν θα φύγουν, αλλά το πώς θα φύγουν

Εγώ τα έχω ξεκαθαρισμένα μέσα μου. Πολύ ξεκαθαρισμένα, μάλιστα. Δηλαδή, να με ρωτήσεις, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Η εξίσωση είναι απλή. Για την ακρίβεια, δεν είναι καν εξίσωση. Μια απλή μέθοδος των τριών είναι. Όπου το ζητούμενο δεν είναι αν θα φύγουν, αλλά το πώς θα φύγουν. Κι αφού φύγουν, θα φύγουν κανονικά ή με περούκες στο κεφάλι; Θα φύγουν μέρα ή θα φύγουν νύχτα, «μαύρα μεσάνυχτα», σαν κάτι προπονητές στον Ολυμπιακό που επέλεγαν το σκοτάδι ως μέσο διαφυγής για να μην τους προλάβουν στου Ρέντη ο Τσουκαλάς και οι δικοί του με τα «κορνέ» στο χέρι; Αυτά είναι τα κρίσιμα θέματα που με προβληματίζουν. Το άλλο, ότι θα φύγουν, το έχω δεδομένο. Δεν τους βλέπεις ότι τα ΄χουν παρατήσει; Πάνε στο τζάμπολ με τα χέρια κατεβασμένα... Στη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής την Τετάρτη μου λένε, τον ψάλανε για τα καλά τον μακαρίτη. Και τον εκθειάσανε αναλόγως. Τι τον «πεφιλημένο», τι τον «εξαίσιο», τι τον «αξιαγάπητο»- δεν υπήρξε επίθετο που να μην το αναφέρουν. Και κλάααμα, εκεί να δεις κλάμα. Μου περιέγραψαν σκηνές απίθανες. Κατεβασμένα κεφάλια οι υπουργοί, αν υπήρχε τρόπος να χωθούν μέσα στις καρέκλες να μη φαίνονται θα το έκαναν χωρίς δεύτερη κουβέντα, φωνές που ίσα και ακούγονταν, και διαπιστώσεις ότι «κάτι πρέπει να κάνουμε». Και πού και πού και καμιά ένεση αισιοδοξίας ότι «δεν έχουν χαθεί όλα», και ότι «μπορούμε να το παλέψουμε». Να το παλέψετε, δεν λέμε, αλλά γίνεται να το παλέψετε μακριά από την εξουσία; Εδώ, όπως μου έλεγε και φίλος μου, από τους κοντινούς του Καραμανλή, «δεν είναι ότι κάνουν λάθη (οι υπουργοί) που είναι λογικό και φυσιολογικό, είναι ότι στη συνέχεια πάνε να διορθώσουν το ένα λάθος και κάνουν ένα δεύτερο ακόμη μεγαλύτερο, και πάει λέγοντας. Αλυσίδα». Συγγνώμη, εμείς όμως γιατί πρέπει να το υπομένουμε; Αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα. Αλλά προηγουμένως πρέπει να απαντηθούν ορισμένα βασικά, και μεταξύ τους το κυριότερο: Πότε να κάνω εκλογές; Είσαι εσύ, λέμε τώρα, ο Καραμανλής κι έχεις 151 επιβάτες στον Τιτανικό, που λέει κι ο Τράγκας, τι κάνεις; Πας τώρα σε εκλογές με την προοπτική ότι αν, λέμε αν και ξαναλέμε αν, σου «κάτσει» τους κάνεις 155, και τις χάνεις σίγουρα, ή περιμένεις μήπως και βελτιωθεί το ρημάδι το κλίμα- και τις χάνεις ακόμη πιο σίγουρα; Αυτό να δεις τι βάσανο είναι. Όλες οι μάγισσες και οι χαρτορίχτρες της χώρας να μαζευτούν γύρω σου, και να΄ χεις και συ το «κληρονομικό» χάρισμα, άκρη δεν θα βγάλεις, αποκλείεται. Γιατί υπάρχουν και τα υπέρ και τα κατά. Κι επιπλέον υπάρχει και η άλλη εκδοχή που προωθούν ορισμένοι, και που λέει «πρόεδρε, κάνε τις εκλογές όσο πιο γρήγορα γίνεται για να χάσεις με μικρή διαφορά, να μείνεις αρχηγός, κι μετά σε κάνα χρόνο που ο Γιώργος θα τα έχει βρει μπαστούνια με την κρίση και τα προβλήματα, επανέρχεσαι»! Καλό; Κακό, ψυχρό κι ανάποδο! Πρώτον, γιατί αυτά είναι σενάρια επί χάρτου, και με τα σενάρια αυτά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Στραβώνουν εκεί που δεν το περιμένεις, κι άντε τρέχα γύρευε μετά. Δεύτερον, γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα χάσεις «λίγο». Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ήδη κάτι ανοίγματα νααααα με το συμπάθιο, κι αν συνεχίσει έτσι η κυβέρνηση δεν είναι μακριά ο χρόνος που η διαφορά θα γίνει... διψήφια! Ναι, διψήφια! Οπότε, «χάνω λίγο» δεν παίζει, διότι είναι σαν το «ολίγον έγκυος». Τρίτον, δεν σου λέω ότι ο Γιώργος έχει το μαγικό ραβδί να λύσει όλα τα προβλήματα, αλλά απ΄ ό,τι έχει δείξει μέχρι τώρα, και ιδιαίτερα με την κρίση, και λύσεις έχει, και προτάσεις διαθέτει, και πράγματα σωστά λέει. Κυρίως δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ κάνει σοβαρή δουλειά στον χώρο της οικονομίας, υπάρχει κόσμος που μελετάει, επεξεργάζεται, αναλύει και τελικά εισηγείται, και το σημαντικότερο αυτά που υποστηρίζει ο Γιώργος έχουν ήδη κριθεί θετικά. Άρα και το «θα τα βρει μπαστούνια και θα τα παρατήσει», επίσης δεν παίζει. Μπέρδεμα λοιπόν. Μεγάλο. Δεν ξέρει τι να κάνει ο Καραμανλής. Τον ρωτάνε «τι κάνουμε πρόεδρε;», και εκείνος σηκώνει τους ώμους με απορία. Είναι σε φάση «κάνε με προφήτη, να σε κάνω πλούσιο»... Απ΄ έξω απ΄ έξω το φέρνω το θρησκευτικό, αλλά δεν αντέχω μ΄ αυτά που ακούω και βλέπω για το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου. Δεν υπάρχει ένας μάρτυρας που να μη δείχνει «ψηλά», κι ασφαλώς δεν δείχνει τον Θεό... Αν μάλιστα είναι ακριβείς οι πληροφορίες μου, μου φαίνεται την άλλη εβδομάδα το Κοινοβούλιο θα ζήσει μεγάλες στιγμές: Θα κληθεί να καταθέσει και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του προέδρου Κώστα, Γιάννης Αγγέλου. Η αντιπολίτευση, που θα έχει και την πρωτοβουλία να τον καλέσει, έχει ορισμένες απορίες σχετικά με τη δραστηριότητα του κ. Αγγέλου και του Πρωθυπουργού, και θέλει απαντήσεις. Από εκεί και πέρα, να μη διαφεύγει από κανενός την προσοχή, η συνεχής επισήμανση από το στόμα του Γιώργου ότι το σκάνδαλο εξελίχθηκε κάτω από «κεντρική καθοδήγηση». Έχει τους λόγους του που επιμένει. Σου λέει «έχω κάνει τόσα χρόνια υπουργός. Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να συνεννοηθούν δύο υπουργεία για ένα θέμα, και τι να συντονιστούν οι διοικητικές υπηρεσίες δύο υπουργείων για να το διεκπεραιώσουν, αν τα καταφέρουν ποτέ. Πόσω μάλλον να συνεργαστούν τόσα υπουργεία, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα για να επιτευχθούν οι ανταλλαγές με τη λίμνη. Υπήρξε σίγουρα καθοδήγηση από τα πάνω. Κάποιοι συντόνισαν όλο τον μηχανισμό». Άδικο έχει; Έχουν περάσει σχεδόν 5 χρόνια από την ημέρα που η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Έχουν περάσει σχεδόν 5 χρόνια από την ημέρα που ασκείται μια συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, εμπνευστής και εφαρμοστής της οποίας είναι ο κυρ Αλογοσκούφης. Και έχουν περάσει σχεδόν 5 χρόνια από την ημέρα που η οικονομία της χώρας πάει από το κακό στο χειρότερο, και τελειωμό δεν έχει. Δεν έχει περάσει όμως ούτε μια μέρα χωρίς ο άνθρωπος αυτός, ο Αλογοσκούφης λέμε, να τα ρίξει στους προηγούμενους! Ακόμη και τώρα, μόλις προχτές, που έχει αποκαλυφτεί σε όλη της τη γύμνια η καρικατούρα οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσε, ακόμη και τώρα επιμένει ο άνθρωπος να τα χρεώνει στην κυβέρνηση Σημίτη! Αντί να κάνει τον σταυρό του, γιατί εμείς τον κάνουμε, που ο Σημίτης μας έβαλε στην ΟΝΕ, και σήμερα η χώρα καταφέρνει να επιβιώνει στην περίοδο της μεγάλης κρίσης, ο άνθρωπος αυτός δηλώνει με πάσα σοβαρότητα ότι για τα προβλήματα της οικονομίας φταίει το ΠΑΣΟΚ. Είναι τόσο εξοργιστικό αυτό που κάνει, που δύσκολα μπορείς να του απαντήσεις σοβαρά. Απλώς τον καταλαβαίνουμε. Λέει όσα λέει προκειμένου να γλιτώσει την κατακραυγή για όσα έχει κάνει εις βάρος της χώρας (κάποτε πάντως θα αποτιμηθεί ο ρόλος του, κανονικά...). Μέχρι να οριστεί επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τις ευρωεκλογές και να μας αφήσει στην ησυχία μας...

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Άφωνοι να κοιτάμε

Ήταν πάλι απεργία πείνας κρατουμένων, πριν πόσα χρόνια; Δεκαετίες. Είχαν πάλι ράψει τα στόματά τους. Το θυμάμαι τόσο καλά, γιατί αυτά δεν ξεχνιούνται. Είχαν σιωπηλά κραυγάσει την οδύνη τους, οι κρατούμενοι. Εκκωφαντική σιωπή, αντί για τη φασαρία που δείχνουν οι ταινίες για τις εξεγέρσεις στις φυλακές. Βία κατά του εαυτού τους από τους ανθρώπους που οφείλουν να μην ακούγονται. Μπαίνουν στη φυλακή, αποσύρονται από την κυκλοφορία, δεν υπάρχουν. Είναι παράξενο ότι συνεχίζουν να ζουν εκεί μέσα, να διευθετούν την ανάγκη τους για αέρα, για κίνηση, για συναναστροφές, ακόμα και τα πολύ βασικά, την πείνα, τη δίψα. Η ιδέα είναι αβάσταχτη, γι΄ αυτό καλύτερα να το ξεχνάμε. Και το ξέρουν αυτό εκεί μέσα, ότι τους ξεχνάμε. Γι΄ αυτό ξέσπασαν στα ίδια τους τα χείλη. Τα χείλη, εκεί που είναι τόσο λεπτό το δέρμα, τόσο ευαίσθητο για να μπορεί να προσεγγίζει τρυφερά τα άλλα χείλη, και να γεύεται, ή μάλλον να προγεύεται αυτό που θα γίνει τροφή. Ξαφνικά εμείς οι προνομιούχοι απέξω μπορούμε να τα δαγκώσουμε για λίγο τα δικά μας χείλη, κατάπληκτοι. Είναι η στιγμή που συλλογιζόμαστε, απαντώντας στον πόνο από αυτό το δάγκωμα, ότι πρόκειται για ανθρώπους. Αυτό θέλουν να πουν μόνο, σκεφτείτε τον πόνο μας. Όσο κρατάει μια μικρή δαγκωματιά στα χείλη, αναλογιστείτε ότι είμαστε άνθρωποι. Τόσο κοινότοπη φράση, γι΄ αυτό χρειάζεται κάτι πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο, όπως είναι ο πόνος που δύσκολα μοιράζεται, η φρίκη που για μια στιγμή κάπως περνάει μέσα στην εικόνα. Ραμμένα στόματα. Ντρέπεσαι ύστερα για κάθε λέξη που εκστομίζεις, για κάθε μπουκιά που υποδέχεσαι.

Μια γενιά σε μια νύχτα

Για να μιλήσει κανείς σήμερα σ΄ έναν νέο σχετικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, πρέπει πρώτα απ΄ όλα να ξεπεράσει τις αναστολές του. Έχει απέναντί του έναν ακροατή με μειωμένη εξ αρχής την προσοχή του- δεν φαίνεται να βρίσκει ισχυρό λόγο για να τεντώσει τ΄ αυτιά του. Ν΄ ακούσει, άλλωστε, τι; Ότι κάποια περιστατικά, ασυνήθιστα και γεμάτα ένταση, συνέβησαν «κάποτε». Εκεί οφείλεται η αμηχανία του αφηγητή. Καταλαβαίνει ότι πρόκειται να αναφερθεί σε συμβάντα που μοιάζουν ανεπίστρεπτα. Καταλαβαίνει επίσης ότι έχει κι αυτός την ευθύνη του που κυριάρχησε αυτή η εντύπωση. Η γενιά του Πολυτεχνείου απέφυγε να μιλήσει για τον εαυτό της κι αυτό το πληρώνει χρόνο με τον χρόνο. Υπερασπίστηκε πίσω από εκείνα τα θρυλικά κάγκελα την ελευθερία, αλλά εγκατέλειψε στη συνέχεια την προσπάθεια να κάνει απολογισμό, να υπογραμμίσει τα σημαντικά και να παραμερίσει τα ασήμαντα. Δίστασε να επωμιστεί ώς το τέλος το νόημα της πράξης της. Εξ ου και η αμηχανία της όταν εκλήθη να μεταγγίσει αυτό το νόημα στους νεώτερους. Από μιαν άποψη το πρόβλημα φαίνεται ότι ήταν σύμφυτο στις περιστάσεις. Το γεγονός ότι στην εξέγερση πρωταγωνίστησε η ηλικία των είκοσι ετών καθόρισε και την κατοπινή δυσκολία των πρωταγωνιστών ν΄ αναλάβουν έναν επιπλέον ρόλο. Υπήρξαν αγωνιστές και έπρεπε τον επόμενο κιόλας χρόνο ν΄ αρχίσουν να «επεξηγούν» τον αγώνα τους. Τους το ζητούσε η μεταπολίτευση. Ήταν όμως πολύ νέοι, πάρα πολύ νέοι για να φερθούν σαν Πατέρες, Καθοδηγητές, Ηγέτες. Προϋπόθεση για να ασκήσεις ηγεμονία είναι να περηφανεύεσαι σ΄ έναν ορισμένο βαθμό για αυτό που κάνεις ή έκανες. Κι αυτό η γενιά του Πολυτεχνείου ούτε καν το επιχείρησε γιατί δεν ήξερε να παρουσιάσει ως αντικείμενο θαυμασμού τη στάση της: το κουράγιο, το θάρρος μπροστά στον κίνδυνο, την αντοχή στο μαρτύριο. Είναι παράξενο: οι άνθρωποι που πραγματοποίησαν το εξαιρετικό, μπέρδεψαν τα λόγια τους όταν τους ρώτησαν γι΄ αυτό. Η δυσκολία τους, ωστόσο, μοιάζει λιγότερο παράξενη όταν σκεφτούμε ότι βυθίστηκαν πολύ σύντομα, μετά την πτώση της ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ που ωρίμασαν σε μια νύχτα αντιμετωπίζοντας τα τανκς, καταδικάστηκαν στη συνέχεια να κυκλοφορούν σαν πλάσματα που τα παρήγαν οι έκτακτες συνθήκες- θεωρήθηκαν απλώς προϊόντα μιας φαντασμαγορικής συγκυρίας χούντας, σε μια εποχή στην οποία η λέξη ηρωικό απωθούσε, γιατί μύριζε παλιές ρητορείες. Ταυτίστηκε το ηρωικό με το μυθικό, το ψευδο-διογκωμένο, το εξω-ανθρώπινο. Έτσι αυτά τα παιδιά που ωρίμασαν σε μια νύχτα αντιμετωπίζοντας τα τανκς, καταδικάστηκαν στη συνέχεια να κυκλοφορούν σαν πλάσματα που τα παρήγαν οι έκτακτες συνθήκες- θεωρήθηκαν απλώς προϊόντα μιας φαντασμαγορικής συγκυρίας. Σύμφωνα με την κυρίαρχη απομυθοποιητική λογική απέναντι στην καταπίεση ενός καθεστώτος μερικοί φοιτητές αντέδρασαν σχεδόν φυσιολογικά, αυτό είναι όλο. Έπειτα, όταν εξομαλύνθηκε η κατάσταση, οι φοιτητές πήραν τους κανονικούς δρόμους: το επάγγελμα, η σταδιοδρομία ή η πολιτική απορρόφησαν το παρελθόν τους. Έφθασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο η απορρόφηση, ώστε η μεταγενέστερη εξέλιξη να φαίνεται ότι διέψευσε εντελώς το νεανικό ξεκίνημα. Άτομα που στα είκοσί τους κραύγαζαν για την ελευθερία, στα πενήντα τους σιωπούν ή λένε ανέκδοτα για να ελαφρώσουν το άγχος τους. Και τι μ΄ αυτό; Ας μη μας ξενίζει υπερβολικά το φαινόμενο. Μια πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να προσφερθεί στην ιστορία, να εκραγεί και να λάμψει εκτυφλωτικά- οι άλλες πλευρές να βουλιάξουν στο σκοτάδι της συνήθειας και της φθοράς. Δεν ενδιαφέρει τελικά το τι απέγιναν οι πρωταγωνιστές κι αν μερικοί απ΄ αυτούς καθώς μεγάλωναν, μίκραιναν πολύ. Εκείνο που έχει σημασία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν είναι το «δράμα» των χαρακτήρων αλλά ο «επικός» πυρήνας, δηλαδή η Πράξη που συντελέστηκε και που πάντα απευθύνει το ερώτημα: «Αν χρειαζόταν, θα μπορούσαν να ηχήσουν ξανά τα ίδια συνθήματα;». Αυτό το ερώτημα οι νέες γενιές δεν μπορούν να το αποφύγουν. Θα το απαντήσουν υποχρεωτικά και με τον δικό τους τρόπο αργά ή γρήγορα, την ώρα που οι γονείς τους θα μελαγχολούν, θα νοσταλγούν ή θα χασμουριούνται πάνω από το άδειο ποτήρι τους.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Και στα δικά μας

O Ομπάμα είναι ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ. Η ανάδειξή του στην εξουσία έχει κι άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές. Η προσωπικότητά του είναι αδιαμφισβήτητα «σαγηνευτική». Ποιος άλλος θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο; Ποιος άλλος θα έκανε τις αμερικανικές εκλογές υπόθεση τόσων πολιτών του πλανήτη χωρίς αμερικανική υπηκοότητα; Η πορεία προς τη νίκη όμως είχε και άλλους ήρωες. Λιγότερο γνωστούς, αλλά εξίσου ενδιαφέροντες. Εμένα αυτός που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι ο John Favreau. Ποιος είναι αυτός και γιατί τέτοιος ενθουσιασμός; Ο άνθρωπος που γράφει τους λόγους του Ομπάμα και είναι μόλις 26 χρόνων. Ο Favs, όπως τον αποκαλούν χαϊδευτικά όλοι στο επιτελείο του προέδρου, δεν διαφέρει και πολύ από τους συνομηλίκους του. Έχει σχεδόν παιδικό πρόσωπο και έχει δηλώσει ότι είναι δύσκολο να κάνει σοβαρή σχέση με το επάγγελμα που διάλεξε. Όπως όμως είπε και ένας φίλος μου, «αυτό δεν είναι δουλειά, είναι φαντασίωση». Στα 26 σου να γράφεις τους λόγους του πλανητάρχη δεν είναι και μικρό κατόρθωμα. Πόσω μάλλον αν γράφεις τους λόγους ενός ανθρώπου που φαίνεται να «ηλεκτρίζει» κάθε λογής ακροατήριο σε κάθε γωνιά της γης. Θα συνέβαινε ποτέ αυτό στην Ελλάδα; Η ερώτηση είναι ρητορική, γιατί όλοι ξέρουμε την απάντηση. Η ευλαβική προσήλωση στην επετηρίδα θα έριχνε τον Favs σε κάποιο γραφείο να διεκπεραιώνει γραφειοκρατικές υποχρεώσεις. Ο ηλικιακός ρατσισμός είναι καθημερινή πραγματικότητα για τους εργαζόμενους που έχουν την «ατυχία» να βρίσκονται λίγο πριν ή λίγο μετά τα 30. Ο τρόπος για να κερδίσεις τον σεβασμό στο εργασιακό περιβάλλον δεν είναι η απόδοσή σου ή οι ιδέες σου. Είναι η εμπειρία που αποκτάς με την πάροδο του χρόνου. Όλα τα προηγούμενα δεν έχουν σημασία, αν δεν έχουν γκριζάρει λίγο τα μαλλιά σου. Γι΄ αυτό λοιπόν, συμφωνείτε ή όχι με την Αμερική γενικά και τον Ομπάμα ειδικότερα, νομίζω πρέπει να αναγνωρίσετε κάτι. Είναι μια χώρα που «όλα είναι πιθανά», όπως άλλωστε έγραψε ο Favs και είπε ο Ομπάμα στην επινίκια ομιλία του. «Είτε είσαι νέος, γέρος, φτωχός, πλούσιος, δημοκρατικός, ρεπουμπλικανός, μαύρος, λευκός, ισπανόφωνος, Ασιάτης, Ινδιάνος, ομοφυλόφιλος, ετεροφυλόφιλος, άτομο με ειδικές ανάγκες ή όχι»- αν μου επιτρέπετε να παραφράσω λίγο ένα από τα γνωστότερα πονήματα του 26χρονου Favreau.

Λίγο σεμνά τα δισ.

Πάρτε καλέ τα δισ., χαρά μας να σας τα δώσουμε... Μα όχι, τι λέτε, δεν γίνεται, δεν είναι σωστό, εδώ είστε στα μέρη μας, πρέπει εμείς να κεράσουμε, δικός μας είναι ο γάμος! Δεν το συζητώ, αφού κάναμε το συνοικέσιο, έτσι δεν είναι, αν δεν το είχαμε σκεφτεί εμείς, να σας φέρουμε σε επαφή με το πλήθος αυτό των υπηκόων μας, θα είχε χαθεί ένα μεγάλο ειδύλλιο. Χμμ, έτσι νομίζετε; Κι εμείς γιατί έχουμε την εντύπωση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να χαθούμε με τους υπηκόους σας; Γιατί ξέρετε ότι δεν τους αρέσει να νιώθουν υπήκοοι, αυτό είναι το μυστικό. Μόλις σηκώσουν λίγο ανάστημα δεν θέλουν να είναι υπάκουοι. Κι αμέσως νομίζουν ότι μπορούν να χτίσουν το δικό τους σπίτι, να πάρουν το δικό τους αυτοκίνητο, να παντρευτούν, να κάνουν τα δικά τους παιδιά, οπότε καταλαβαίνετε τι συμβαίνει: έρχονται σε μας. Κι εκεί ξεχνούν πως είναι υπήκοοι, γι΄ αυτό μην τους μπερδεύετε τώρα με τέτοια δώρα που μας κάνετε μπροστά τους. Δεν το έχουν καταλάβει ότι έχουμε σχέση. Έρχονται σε μας επειδή θέλουν να αισθανθούν ελεύθεροι. Κρύψτε τα λεφτά στην τσέπη μια στιγμή, κι ελάτε εδώ παρακάτω να τα μετρήσουμε διακριτικά, μην προκαλούμε. Είναι παράνομος ο δεσμός μας, ή μάλλον πρέπει να είναι κρυφός. Μην εκτεθούμε, χαλάει το αλάτι της συνταγής. Θα τους προβληματίσουμε με αυτό το σούρτα-φέρτα, όλη αυτή η ελευθερία, η ατομικότητα που ενισχύουμε και οικειοθελώς μας την ακριβοπληρώνουν, να βρίσκεται στα χέρια σας έτσι ξαφνικά; Λίγο σεμνά τα δισ., ας κρατήσουμε τα προσχήματα, ο ψυχολογικός παράγων έχει μεγάλο βάρος στο πόσο ακριβής θα είναι η εξόφληση της δόσης του δανείου.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Χειρούργησε «επιστημονικά» τον Πρωθυπουργό

ΑΝ Η ΕΚΛΟΓΗ του Ομπάμα συνιστά, συμβολικά και σημειολογικά, μια πράξη επαναστατική για το συντηρητικό κατεστημένο των ΗΠΑ, στα καθ΄ ημάς η κίνηση Τατούλη ισοδυναμεί- κατ΄ αναλογίαν φυσικά - με μια αντίστοιχη «πολιτιστική επανάσταση». Όπως πρέσβευε κάποτε ο Μάο Τσε Τουνγκ, αγαπημένος του Αρκάδα πολιτικού, που είχε περάσει ως νέος από τις επαναστατικές γραμμές του «μαοϊκού» ΕΚΚΕ. Ο πεισματάρης Τατούλης επανέφερε ένα (ξεχασμένο, ως συνήθως) αυτονόητο, ότι τα ζητήματα είναι πολιτικά, ότι υπάρχει η έννοια της πολιτικής ευθύνης και ότι σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα όπως το δικό μας οι ευθύνες επιμερίζονται πρώτα απ΄ όλα στον επικεφαλής του, τον Πρωθυπουργό δηλαδή. Είπε ότι ο Πρωθυπουργός γνωρίζει τα πάντα και ότι κινδυνεύει να χαρακτηριστεί- πολιτικά- όχι ανίκανος αλλά συνένοχος. Με άλλα λόγια, είπε αυτά που συζητούνται στα καφενεία, στις καφετέριες, στα μπαρ, στους διαδρόμους της Βουλής, στα τηλεπαράθυρα, στα ραδιόφωνα. Αυτά που σχεδόν όλοι οι βουλευτές της Ν.Δ. έλεγαν μεταξύ τους μετά την τραγική εμφάνιση του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, όπου έσπευδε να καλύψει τον κ. Βουλγαράκη ή πρόσφατα τον κ. Ρουσόπουλο. Όλα αυτά, τα ψελλίζουν και τα παραδέχονται κατ΄ ιδίαν, αλλά δεν διαθέτουν το σθένος να τα υπερασπιστούν και δημόσια. Οι εκλεγμένοι εθνοπατέρες συχνά αναμασούν κοινοτοπίες για να αποφύγουν την αλήθεια και το πολιτικό κόστος. Ο γιατρός είπε δημοσίως- και συνειδητά- αυτά που οφείλει να λέει ένα δημόσιο πρόσωπο: την αλήθεια κι ας πονάει... Σημειωτέον, είχε πει τα ίδια πράγματα και εντός των οργάνων. Υπό αυτή την έννοια, ο Τατούλης έφερε έναν νέο πολιτικό πολιτισμό στα ειωθότα. Τόσο αυτονόητο που... μοιάζει με επανάσταση! Ο Τατούλης χειρούργησε «επιστημονικά» τον ξεφουσκωμένο Πρωθυπουργό, αποδομώντας όλα τα επιχειρήματα που προέβαλλε το σύστημα εξουσίας Μαξίμου. Έκανε όμως και κάτι ακόμη, έθεσε προ των ευθυνών της και σύσσωμη την ηγετική ομάδα της Ν.Δ. Ουδείς έσπευσε να υπερασπιστεί το δικαίωμα να λέει ένας εκλεγμένος βουλευτής όσα πιστεύει. Άρα, ουδείς μπορεί να το επικαλείται εφεξής. Επιπλέον, ουδείς μπορεί να ρίχνει ευθύνες στον Τατούλη για τα χάλια της κυβέρνησης και τη μαθηματική πορεία προς την ήττα...

Αφήστε ήσυχα τα όνειρα

Δεν θέλω γρουσουζιές, δεν θέλω αρνητικές σκέψεις και προβλέψεις για εφιάλτες. Δεν θέλω- τώρα- γκρίνιες για το σόου μπίζνες των αμερικανικών εκλογών. Δεν θέλω ισοπέδωση του τύπου «όποιος και να βγει στην Αμερική, το ίδιο θα ΄ναι»... Θέλω ένα φρέσκο όνειρο, ανέπαφο. Για την ώρα, μου αρκεί να βλέπω έναν μαύρο πρόεδρο στην κορυφή του πλανήτη. Μου φτάνει να απολαμβάνω την ευγενική μορφή του και τον έξυπνο λόγο του- τόσο διαφορετικό από τις μέχρι πρότινος καουμπόι κιτς φιγούρες. Μου φτάνει να ξέρω ότι κέρδισαν οι Δημοκρατικοί. Ότι η «άλλη Αμερική» (αυτή των διανοουμένων και της προοδευτικής σκέψης) νίκησε - έστω για μια τετραετία- το κακό άλτερ έγκο της. Μου αρκεί να σκέπτομαι ότι για μια φορά δεν διαψεύσθηκαν οι αισιόδοξες προβλέψεις και δημοσκοπήσεις. Ότι δεν εισέπραξα ακόμα μια πικρία (ήμουν σχεδόν προετοιμασμένη γι΄ αυτήν), όπως αυτή για τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ στις γαλλικές εκλογές ή για τον Βάλτερ Βελτρόνι στις ιταλικές. Μπορώ να αναπνεύσω επιτέλους ελεύθερα, που δεν θα βλέπω την Πέιλιν να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα και να ποζάρει στην είσοδο του Λευκού Οίκου, πανηγυρίζοντας αγκαλιά με κάποιον σκοτωμένο τάρανδο ή με κάποιο όπλο, δυσφημώντας το φύλο μου. Μπορώ να ελπίσω ότι ίσως τα καλά δεν έχουν τελειώσει οριστικά για την ανθρωπότητα, όπως προέβλεψαν οι αστρολόγοι μετά το μιλένιουμ. Γιατί, όπως είπε ο άλλος κτίστης ονείρων, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, «πρέπει να δεχθούμε την πεπερασμένη απογοήτευση, αλλά δεν πρέπει ποτέ να χάσουμε την ατέλειωτη ελπίδα». Αφήστε λοιπόν ήσυχα τα όνειρα- έστω και εάν αποδειχθούν ψευδαισθήσεις... Όπως, άλλωστε, γράφει το λεξικό, η ελπίδα έχει δύο σημασίες: την «αναμονή θετικού γεγονότος», αλλά και την «πιθανότητα». Ας ποντάρουμε στην πιθανότητα!

Λοφτ και παρακμή

Τι βλέπουν οι τουρίστες εδώ γύρω, αναρωτιέμαι κάθε φορά που περνώ από την πλατεία Καραϊσκάκη και βλέπω τα ξενοδοχεία πολλών αστέρων γύρω από τον απελπισμένο Ίκαρο, καρφωμένο με το κεφάλι στο κέντρο της ροής. Της ροής των αυτοκινήτων, όχι κανενός ποταμού, δεν έχει τέτοια. Όμως, κάθε πόλη έχει μια ειδική όψη για τους ξένους, κάτι που δεν βλέπουν ίσως οι δικοί της, που μπορεί να γοητεύει για τους πιο απίθανους λόγους. Ίσως οι ξένοι να μη χάνονται, ίσως αυτός ο παράξενος κόσμος που ανοίγεται νότια, ανάμεσα σε παλιά γκρίζα κτίρια, καταφαγωμένα, σε μάντρες με τρακτέρ και γιγάντια αγροτικά μηχανήματα, βουλκανιζατέρ και φορτηγά, συνεργεία, παρατημένα εργοστάσια, ίσως να μπορεί κάτι να τους πει που δεν καταλαβαίνω. Κάτι καλλιτεχνικό, γιατί και οι πιο προωθημένοι καλλιτέχνες επενδύουν στο παρακμιακό αυτό βιομηχανικό τοπίο. Ή μήπως είναι ποστβιομηχανικό; Σίγουρα! Θα φτιάξουν τώρα λοφτ, μου είπαν, κατοικίες σαν αυτές που λέγαμε κάποτε ατελιέ, όταν ήμασταν πιο γαλλόφωνοι. Ψηλοτάβανους χώρους που θα είναι σαν αερόστατα πάνω από όλη αυτή την ανακατωσούρα και τη βαβούρα, και θα μπορεί ο καλλιτέχνης να νιώθει λίγο σαν θεός που ελέγχει την όλη κατάσταση χωρίς να την αφήνει να τον πάρει από κάτω. Ίσως να βλέπει από ψηλά και το περίφημο «ποτάμι», εκεί που μου λένε να στρίψω κάθε φορά που ψάχνω τον δρόμο μου, αλλά μονίμως χάνομαι, γιατί δεν βλέπω ποτέ κανένα ποτάμι. Ύστερα όμως, δεν θα πρέπει να κατέβουν μέσα στους δρόμους οι κάτοικοι των λοφτ και να αναπνεύσουν τον βρώμικο αέρα; Ή θα δοκιμάζουν να πετάξουν κατευθείαν με ελικόπτερο, οπότε μπορεί να καταλήξουν σαν τον Ίκαρο της πλατείας καρφωμένοι καταμεσής με το κεφάλι, και ακίνητα πίσω τους μαραμένα τα χάλκινα φτερά.