Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Θυµωµένοι υπάλληλοι, φοβισµένοι ταξιδιώτες


Πήγα στον σταθµό Λαρίσης να αγοράσω εισιτήρια.

Εκατοµµύρια έχει καταπιεί ο ΟΣΕ, δεν έχει καταφέρει να εκδίδει εισιτήρια µέσω Ιντερνετ. Είχε κόσµο, ουρές στα εκδοτήρια, κίνηση. Οι υπάλληλοι είχαν ύφος κουρασµένο, τόσο δυσαρεστηµένο, τόσο ενοχληµένο, που ντρεπόσουν να τους απασχολήσεις.
Ειδικά όταν έφτασα στο γκισέ και πέταξα το χαρτάκι προτεραιότητας η γκριµάτσα της υπαλλήλου χειροτέρεψε.
Ζήτησα σεµνά εισιτήριο, µου το έδωσε τσαντισµένη, το πήρα σεµνά, δεν της έφυγε η τσαντίλα. Δεν τόλµησα να ρωτήσω αν ήταν θέση στο παράθυρο, τράπηκα σε φυγή. Ολοι, πελάτες και υπάλληλοι, ήταν θυµωµένοι και δυστυχείς, σαν έτοιµοι να βάλουν φωνές για κάτι.
Μου θύµισαν πάλι το πρώτο ταξίδι µε τρένο της ζωής µου, αρκετές δεκαετίες πριν. Το βαγόνι ήταν γεµάτο, οι θέσεις δεν έφταναν, υπήρχαν όρθιοι φαντάροι, και φυσικά όρθια παιδιά, όπως εγώ. Ενας φαντάρος είχε βρει µια θέση από αυτές που ανοίγουν, µε πήρε στα γόνατα να έχει δικαιολογία να καθήσει. Πέρασα καλά, έλεγε παραµύθια σε όλο το ταξίδι, µόνο που δίπλα µια γυναίκα κρατούσε ανάποδα δυο κότες ζωντανές. Δεµένες από το πόδι, φτερούγιζαν κάθε τόσο και κακάριζαν, µέχρι να µπορέσει να τις ησυχάσει, καθώς όλοι γύρω την αγριοκοίταζαν. Ηταν τόσο φανερό ότι τις προόριζε για σφαγή, έπρεπε και να τις εξευτελίζει έτσι δηµόσια;
Τώρα δεν γίνονται τέτοια, κανείς δεν µεταφέρει κότες ζωντανές, και θα προτιµούσε να σκοτώσει τον φαντάρο ένας πατέρας, παρά να τον αφήσει να πάρει στα γόνατα την κόρη του. Αλλά κάθε φορά που αντικρύζω αυτά τα θυµωµένα και τα παραιτηµένα µούτρα σε τρένα και σταθµούς, θυµάµαι εκείνο το ταξίδι. Νιώθω σαν να είµαι εγώ η κότα που φτερουγίζει τροµαγµένη, και θέλει απεγνωσµένα να κακαρίσει. Χωρίς ελπίδα δε να βρω τίποτε γόνατα φαντάρου, να γείρω.